Για τον Ουρανό του Τάκη Κανελλόπουλου
Κωνσταντίνα Βούλγαρη



Στο Sunset Park του Paul Auster, η Άλις, μια από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου, κάνει τη διατριβή της για το πανεπιστήμιο πάνω στην ταινία The best years of our lives του William Wyler. Μια ταινία γυρισμένη μόλις το 1947, που διηγείται τη ζωή τεσσάρων Αμερικανών στρατιωτών που επιστρέφουν στις ΗΠΑ μετά το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Η ταινία ξεδιπλώνει το πόσο διαφορετική είναι η πραγματικότητα των στρατιωτών, η δυσκολία τους να ανταποκριθούν στην «κανονικότητα», διαλυμένοι, με μετατραυματικό στρες (που τότε δεν το λέγαμε ακόμα έτσι), ο ένας τους με σωματική αναπηρία, άλλοι με θέματα διαχείρισης θυμού. Η ταινία εξερευνά το χάσμα ανάμεσα στις ταυτότητες των στρατιωτών όπως καθορίστηκαν από τα βιώματά τους στον πόλεμο, τσακισμένοι όπως είναι, και στο πως η κοινωνία αλλά και οι αγαπημένοι τους θέλουν να τους βλέπουν σαν «ήρωες», σαν «νικητές».

Ο πόλεμος αφήνει πίσω του μόνο πόνο και καταστροφή. Κάνει τους ανθρώπους σμπαράλια από όποια θέση κι αν τον βιώνουν. Αυτό είναι το νόημα στην ταινία του Wyler, ακριβώς το ίδιο θέμα, έχει και ο Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου.

Δύο ταινίες γυρισμένες με άλλο κινηματογραφικό ύφος και σε άλλη εποχή, που όμως συνομιλούν — κατά τη γνώμη μου — με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο.

Στον Ουρανό, ο Κανελλόπουλος μιλάει για τη ματαίωση και το παράλογο του πολέμου, όχι μετά τη λήξη του όπως κάνει ο Wyler, αλλά τη στιγμή που συμβαίνει. Μέσα από voice over και αφαιρετικές διαλογικές σκηνές, παρακολουθούμε τις διαφορετικές πορείες μιας παρέας στρατιωτών που υπηρετούν μαζί σε ένα φυλάκιο στα σύνορα. Ο ένας ερωτευμένος με μια κοπέλα από την περιοχή, ο άλλος περιμένει γράμμα από την αγαπημένη του που είναι ετοιμόγεννη… ένα κυνηγητό σε ένα χωράφι στην επαρχία, μια τρομπέτα, ένα σούρουπο. Στιγμές καθημερινότητας, ποίηση, τοπία. Η μελαγχολία και ο λυρισμός, τα όπλα του για να αφηγηθεί την ιστορία. Στοιχεία που καθορίζουν όχι μόνο τον Ουρανό, αλλά όλο το έργο του Κανελλόπουλου.

«Την άλλη μέρα έγινε πόλεμος».

Σειρήνες, εμβατήρια, ένα γράμμα που περιγράφει τις ιστορικές αυτές στιγμές.

Στα τετράδια ημερολογίου του Θεοτοκά, διαβάζουμε για την 28η Οκτωβρίου του ’40: «Μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρύζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπο της προς τα έξω για να μην την δουν».

«Να προσέχεις μη σε πάρει καμιά σφαίρα και χάσεις τα νιάτα σου», σκέφτεται μια μάνα στον Ουρανό, ενώ ένας στρατιώτης που γράφει γράμμα, τον ακούμε να λέει «μανούλα μου, είμαι νικητής, ξέρεις τι σημαίνει η λέξη αυτή;».

Η ταινία του Κανελλόπουλου, χρησιμοποιεί τον όρο «νικητής» ειρωνικά. Όλη η ταινία είναι μια μπαλάντα μοναξιάς και βίας, μαζί με την απανθρωπιά του πολέμου. Και όλο αυτό, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την ποιητικότητά της. Είτε με τα αργά πλάνα των στρατιωτών με τη μελαγχολική μουσική του Κουνάδη, είτε με τους ελλειπτικούς διαλόγους μεταξύ των ηρώων.

«Φοβάσαι ή δεν φοβάσαι;» «Φράγκο δεν δίνω».

Ήρωες που δεν νοιώθουν ήρωες, στρατιώτες που βγάζουν μπότες από πτώματα για να τις βάλουν οι ίδιοι μέσα στην παγωνιά, ένας ταχυδρόμος που έχασε ένα δέμα και βασανίζεται από ενοχές.

Το «έπος του 40» δεν είναι καθόλου επικό όπως έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε τη λέξη. Είναι τρυφερό, σπαρακτικό, και βαθιά πολιτικό με τον τρόπο του. Πολιτικό γιατί «απαντά» με έναν αφοπλιστικό τρόπο στην πατριδοκαπηλεία, στις εθνικιστικές κορώνες, στον κοντόφθαλμο τρόπο που πολλές φορές οι πολιτικοί και οι εξουσίες αντιμετωπίζουν τον θάνατο, την καταστροφή, τις «απώλειες» ενός πολέμου. Όπως έγραφε και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο περιοδικό Διάλογος το 1963: «Όλοι νόμιζαν τον Ουρανό ξίφος, μα ο Τάκης Κανελόπουλος έγραψε μίαν ερωτική επιστολή για όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πια».

Σήμερα που γράφω αυτό το κείμενο, το timeline μου έχει γεμίσει με την ροζ ελληνική σημαία της Γεωργίας Λαλέ, ένα έργο πάνω στην ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες που κατέβηκε μετά από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης από μια έκθεση στο ελληνικό προξενείο στη Νέα Υόρκη.

Εξήντα και βάλε χρόνια μετά τον Ουρανό του Κανελλόπουλου, ο «πατριωτισμός», η σημαία, τα εθνικά σύμβολα, χρησιμοποιούνται ακόμα από την εξουσία μόνο για διακόσμηση ή πολιτικό όφελος. Ταυτόχρονα, εξήντα χρόνια και βάλε μετά τον Ουρανό του Κανελλόπουλου, η τέχνη μπορεί ακόμα να χρησιμοποιεί τα εθνικά σύμβολα για να ταρακουνήσει μια κοινωνία. Και η αλληλεγγύη του κόσμου προς το έργο της Λαλέ σήμερα, η αποδοχή του Κανελλόπουλου τότε, είναι η απόδειξη ότι ο «πατριωτισμός» αν δεν είναι βαθιά ουμανιστικός και ανθρώπινος, δεν έχει κανένα νόημα, δεν υπάρχει καν.