Editorial
Θάνος Σταθόπουλος


κλίμα το [klima]: Ι1. Το σύνολο των ατμοσφαιρικών και μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ’ έναν τόπο. 2. (μτφ.) οι συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκεται ή γίνεται κτ., το γενικότερο ψυχολογικό ή ηθικό περιβάλλον που επικρατεί σε μια δεδομένη στιγμή.

ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ [ΙΔΡΥΜΑ ΜΑΝΟΛΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ]