1666, 2666, 3666. Σημειώσεις για το κλίμα της Κλίμακος
Κυριάκος Μαργαρίτης
Στις 11 Απριλίου 2024 ο συγγραφέας Θάνος Σταθόπουλος με κάλεσε να καταθέσω ένα κείμενο στο τρέχον τεύχος του περιοδικού kaput, μια μεγάλη τιμή που την αποδέχθηκα με χαρά, και αμέσως άρχισα να καταρτίζω το πιο κάτω σχεδίασμα.
Η πρώτη φορά που άκουσα (που διάβασα) τον δυσοίωνο αυτόν, και υπερεθνικό όρο, kaput, ήταν πριν από τριάντα χρόνια, όταν διδαχθήκαμε στο γυμνάσιο του χωριού Έμπα το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη με τίτλο Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου. Αν δεν με απατά η μνήμη, η λέξη kaput τίθεται ως τίτλος σε μιαν ενότητα του βιβλίου, όταν οι Γερμανοί έχουν ήδη μπει στην Αθήνα, και ο μικρός ήρωας αντικρίζει (για πρώτη φορά) ανθρώπους να πεθαίνουν από την πείνα. Τη λέξη λοιπόν την ανακαλύψαμε ως λεζάντα, οπωσδήποτε ταιριαστή, σε σκηνές θανάτου και φρίκης, σε σκηνές Αποκάλυψης.
Κι έτσι, όμως, δεν έλειπαν από τη σχολική αίθουσα τα αθώα χαμόγελα, εξαιτίας της παρήχησης του kaput, όχι με την καπότα, που μάλλον την αγνοούσαμε, αλλά με μια παραφθορά στην κυπριακή διάλεκτο της ιταλικής λέξεως puta, που ονομάζει, στα καθ’ ημάς, το αιδοίο. Θα έλεγε κανείς ότι, σε ηλικία δώδεκα ετών, αισθανόμασταν εγγύτερα σε αυτό (στο αιδοίο) παρά στον θάνατο, αλλά γεγονός είναι ότι, δύο χρόνια νωρίτερα, είχαμε βρεθεί (για πρώτη φορά) στο νεκροταφείο, στην κηδεία αγαπητού φίλου από την έκτη δημοτικού, που τον χτύπησε ένα αμάξι στην πλατεία του χωριού και τον σκότωσε.
Ο υπ’ αριθμόν 6 από τους τριάντα λόγους που απαρτίζουν την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου φέρει τον τίτλο «Περί μνήμης θανάτου» και αποτελείται από 26 παραγράφους, εξ ων παραθέτω εδώ τις δύο τελευταίες, σε μετάφραση του αρχιμανδρίτη Ιγνατίου, έκδοση του 2006, από την Ιερά Μονή Παρακλήτου του Ωρωπού Αττικής.
«Μην απατάσαι, ανόητε εργάτη, ότι με τον επόμενο χρόνο θα αναπληρώσης τον χρόνο που έχασες. Διότι και της κάθε ημέρας ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκπληρώσουμε όπως πρέπει τις καθημερινές μας υποχρεώσεις προς τον Δεσπότη».
Κατόπιν: «Δεν είναι δυνατόν, είπε κάποιος, δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την σημερινή ημέρα, εάν δεν τη λογαριάσωμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία “μελέτη θανάτου”».
Στο προαναφερθέν μήνυμα ο Σταθόπουλος επεσήμαινε ότι θεματικός άξονας για το τρέχον kaput είναι «η έννοια “Κλίμα”. Προσωπικό, πνευματικό, πολιτικό — μια γενική συνισταμένη, ένας κοινός τόπος είτε των ημερών μας είτε του παρελθόντος», και έκλεινε με μια κρίσιμη λέξη, κάτι ανάμεσα σε συνωμοσία και εγκαρδίωση: «Καταλαβαίνεις».
Το επ’ εμοί, δεν ήμουν και τόσο βέβαιος (ούτε τώρα είμαι), αλλά το προσπέρασα, και αποφάσισα να καταλάβω σιγά σιγά, κορφολογώντας στοιχεία, σημειώσεις και σχέδια.
Στις 12 Απριλίου, για παράδειγμα, μια μέρα μετά το μήνυμα Σταθόπουλου, έριξα στο αρχείο ένα άρθρο της εφημερίδας Lifo, με τίτλο «Ανυπολόγιστος πλέον ο αντίκτυπος της ραγδαίας αύξησης θερμοκρασίας των ωκεανών, λένε οι επιστήμονες», στο τέλος του οποίου παρατίθεται η ακόλουθη δήλωση του Ζαν-Πιερ Γκατουζό, από το γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας ή CNRS: «Βρισκόμαστε σε πορεία που προκαλεί πολλά ερωτήματα στους επιστήμονες και που μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν υποτιμήσαμε την επερχόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη».
Το ίδιο βράδυ, χωρίς να συνειδητοποιώ την αιτιώδη σχέση ανάμεσα σε όλα αυτά, επέλεξα να παρακολουθήσω μια ταινία καταστροφής, μια disaster movie, που μπορεί να ανήκε και στην ειδική κατηγορία των λεγόμενων post-apocalyptic movies, μόνο που δεν θυμάμαι πια λεπτομέρειες: κατακλυσμός, σεισμός, πυρκαγιά, πυρηνικό ολοκαύτωμα κτλ.
Από άλλον Απρίλιο, του 2015, και πάλι από τη Lifo, ανασύρω τώρα λίγες αράδες του συγγραφέα Ευγένιου Αρανίτση, ο οποίος φιλοξενήθηκε στη στήλη «Οι Αθηναίοι», μάλιστα την Πρωταπριλιά: «Ναι, είμαι χαρακτήρας “συντελειακός”, είμαι πεπεισμένος ότι ζούμε το τρεμόπαιγμα της φλόγας ενός κόσμου που σβήνει. Παρόμοιοι προϊδεασμοί διατυπώνονται, βέβαια, ήδη από τον 19ο αιώνα, αλλά νομίζω πως η μετάβαση στο ψηφιακό σύμπαν είναι αυτή που θα μας μεταμορφώσει θεμελιακά — ήδη το κάνει».
Ύστερα από πέντε χρόνια, σε μακρά τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Αρανίτση, τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Ιουνίου 2020, ανέφερα τον όρο συντελειακός, προσπαθώντας να υπομνηματίσω μια φράση που αισθάνομαι να περιγράφει με πάσαν ακρίβεια τη ζωή στο κατώφλι, στο μεταίχμιο, στο τέλος του κόσμου, από τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, ως εξής: «Κράτα τον νου σου στον Άδη, και μην απελπίζεσαι».
Πρόκειται ασφαλώς για τη μνήμη θανάτου κατά το εκκλησιαστικό φρόνημα, επ’ ελπίδι αναστάσεως, δηλαδή για την εσχατολογία, ο εκφραστής και ασκητής της οποίας επαρκώς περιγράφεται με ένα σχήμα του Αγίου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου, τον τίτλο ενός βιβλίου του από τις εκδόσεις Εν πλω, του έτους 2010: Άνθρωπος μεθόριος.
Το κακό είναι ότι δεν μπορώ να θυμηθώ πού κατέληξε η ολονύκτια συνομιλία με τον Αρανίτση — ενδεχομένως εδώ, σ’ αυτό το σχεδίασμα. Ήταν, πάντως, ένα μεταίχμιο.
Τη δεύτερη μέρα μετά το μήνυμα Σταθόπουλου, στις 13 Απριλίου 2024, και ώρα 23:02, αφότου είχα δει μιαν ακόμα ταινία, και καθώς διέτρεχα τις ειδήσεις στο ίντερνετ, έπεσα σε άλλο άρθρο της Lifo, στο τελευταίο που θα αναφέρω, που είχε τίτλο: «Το Ιράν εκτόξευσε πάνω από 200 πυραύλους και drones κατά του Ισραήλ».
(Η ταινία που είχα δει ήταν τα Fallen Leaves, του Καουρισμάκι.)
Το 1947, λίγο προτού δημιουργηθεί το κράτος του Ισραήλ, ο Χάιμαν Γκόλντσμιθ, συνιδρυτής του περιοδικού Δελτίο Ατομικών Επιστημόνων (από τα πρώτα έντυπα που θα γίνονταν εξ ολοκλήρου ψηφιακά κατά το έτος 2009), ζήτησε από την καλλιτέχνη Μάρτιλ Λάνγκστορφ να σχεδιάσει το εξώφυλλο για το τεύχος Ιουνίου εκείνης της χρονιάς.
Η Λάνγκστορφ, σύζυγος του επιστήμονα Σίλαρντ Αλεξάντερ Λάνγκσντορφ, που συμμετείχε στο Σχέδιο Μανχάταν και είχε εκφράσει την αγωνία του για το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής καταστροφής, ζωγράφισε ένα ρολόι, ώστε να αναδείξει το στοιχείο του επείγοντος σε σχέση με αυτή την υπαρξιακή απειλή, υπό τύπον αντίστροφης μέτρησης.
Έτσι καθιερώθηκε το γνωστό πια Ρολόι της Αποκάλυψης, ή Doomsday Clock, που ρυθμίζεται ετησίως από επιστήμονες, οι οποίοι έχουν τοποθετήσει την επικείμενη συντέλεια στα μεσάνυχτα, και υπολογίζουν το συμβολικό και απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που απομένει στην ανθρωπότητα με τη σύμβαση λεπτών και δευτερολέπτων.
Το έτος 1947, στη σκιά της ατομικής βόμβας, το ρολόι έδειχνε 7 λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα (την ώρα μηδέν), και μαθαίνω ότι, έκτοτε, οι δείκτες έχουν μετακινηθεί 8 φορές προς τα πίσω και 17 φορές προς τα εμπρός — αντίθετα με τα συμβατικά ρολόγια, εδώ υπάρχει κι αυτή η δυνατότητα, της στροφής προς τα οπίσω, σαν ταξίδι στον χρόνο.
Στις 24 Ιανουαρίου 2023, με την πιο πρόσφατη ρύθμισή του, το ρολόι πλησίασε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα μεσάνυχτα, μόλις 90 δευτερόλεπτα, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, των ενδείξεων για νέες πανδημίες όπως του COVID-19, της κλιματικής αλλαγής, αλλά και φαινομένων όπως τα fake news και η γενικότερη αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Τούτων δοθέντων, ασφαλές είναι να πω ότι ζούμε το τρεμόπαιγμα της φλόγας ενός κόσμου που σβήνει, αλλά θα μπορούσα επίσης να προσθέσω: δεν είναι η πρώτη φορά. Όχι ότι το λέω για παρηγοριά ή προς εφησυχασμό — κάθε άλλο.
Οι προϊδεασμοί για μια κατά κυριολεξίαν συντέλεια του κόσμου είναι ασφαλώς συνομήλικοι με τον κόσμο, όπως μαρτυρούν, φέρ’ ειπείν, το περίφημο Ημερολόγιο των Μάγια ή, εγγύτερα σε εμάς, η προσδοκία των χιλιαστών για την Αποκάλυψη. Καίτοι οι ιστορικοί είναι διχασμένοι για το εάν επικράτησε «πανικός της χιλιετίας» στην Ευρώπη κατά τις τελευταίες ημέρες πριν από το έτος 1000, ξέρουμε ότι είχαν αυξηθεί τα μαζικά προσκυνήματα, οι εκτελέσεις αιρετικών και οι σποραδικές πράξεις βίας, ενώ σώζεται η μαρτυρία ενός Εβραίου περιηγητή, με τίτλο Ταξίδι στο τέλος της χιλιετίας, που αναφέρει συνάξεις δεκάδων χριστιανών στα χωράφια, εν αναμονή για την έλευση του Μεσσία.
(Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, ο γιατρός Λουί-Φερντινάν Ντετούς, ή Σελίν, έγραψε το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.)
Ύστερα από χίλια χρόνια οι άνθρωποι ανησυχούσαν κυρίως για τη λεγόμενη νόσο των ηλεκτρονικών υπολογιστών, που επίσης ανεστάλη, πιθανόν επειδή ακόμη δεν έχουμε συμφωνήσει αν η τρίτη χιλιετία άρχισε την 1η Ιανουαρίου 2000 ή την 1η Ιανουαρίου 2001 — κάποιοι λένε ότι άρχισε την 1η Ιανουαρίου 1997. Το πρόβλημα του ημερολογίου σημειώνω ότι προέκυψε κατά το έτος 525, όταν ο μοναχός Διονύσιος έλαβε εντολή από τον πάπα να μετρήσει την ηλικία του κόσμου με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού, και όχι την ίδρυση της Ρώμης. Αλλά ο Διονύσιος, όπως όλοι οι σύγχρονοί του, αγνοούσε την έννοια του μηδενός, έτσι δημιουργήθηκε η παρεξήγηση, ου μην το μυστήριο του χρόνου.
Την ίδια εκείνη εποχή, ανάμεσα στον 5ο και 6ο αιώνα, ο ηγούμενος της Ραϊθού Ιωάννης έστειλε μιαν επιστολή στον συνονόματό του Σιναΐτη, και τον παρακάλεσε να συντάξει μερικές συμβουλές για τους μοναχούς: «Εάν βέβαια ο Ιακώβ», έγραφε, «που ήταν ποιμήν προβάτων αντίκρυσε αυτή την φοβερά οπτασία της κλίμακος, πόσο μάλλον ο ποιμήν των λογικών προβάτων, όχι μόνο σε οπτασία, αλλά στην πραγματικότητα θα μπορούσε να υποδείξη σε όλους την ασφαλή ανάβασι προς τον Θεόν;»
Η αναφορά του ηγουμένου στην κλίμακα του Ιακώβ, και το γεγονός ότι αυτή η οπτασία πραγματώνεται με το κατοπινό σύγγραμμα του Σιναΐτη, ίσως εξηγεί γιατί δεν έχω θέσει με όρθια γράμματα τη λέξη Κλίμακα στον πλαγιογραφημένο υπότιτλο αυτού του σημειώματος, όπως θα όφειλα, ώστε να διευκρινίσω ότι πρόκειται για τίτλο βιβλίου.
Δεν το έκανα, διότι η Κλίμακα που με απασχολεί, που ιστορείται στο ομώνυμο κείμενο, είναι η εμπράγματη οπτασία του Ιακώβ, η μορφοποίηση και υλοποίηση ενός οράματος, η δυναμική, καθ’ ημέραν εκπλήρωση μιας προφητείας, εντέλει ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος ζωής, που σεμνύνομαι να λέω ότι τον έχω δει έξω από το βιβλίο Κλίμακα, εξίσου σε μοναστήρια και πολιτείες, σε πλήρη ανάπτυξη, σε απλούστατη, και ασφαλώς αδιανόητη εφαρμογή. Αυτό το σχεδίασμα μπορεί να είναι η μαρτυρία μου.
Στον ηγούμενο ο Σιναΐτης απάντησε: «Με τις ευχές αυτών [των μοναχών], σαν με κάποιες μυστικές ελπίδες, αισθάνομαι να ολιγοστεύη η αμάθειά μου και έτσι απλώνω τώρα τα πανιά της πέννας και, παραδίδοντας γεμάτος ικεσία το τιμόνι του λόγου στον καλό κυβερνήτη Χριστόν, αρχίζω με την βοήθειά σου να γράφω προς αυτούς. Ζητώ από όλους όσοι θα εγκύψουν στους λόγους, εάν κάποιος συναντήση σ’ αυτούς κάτι το ωφέλιμο, να το λογαριάση σαν ευγνώμων στον καλό μας Ηγούμενο. Για εμάς δε να ζητήση από τον Θεό να μας ανταμείψη μόνο για τον κόπο που καταβάλαμε να τους γράψωμε. Και ας μη σταθή στα λεγόμενα, διότι πράγματι είναι μηδαμινά και γεμάτα από κάθε άγνοια και απειρία, αλλά ας αποδεχθή την πρόθεσι του προσφέροντος, καθώς το δίλεπτο της χήρας. Διότι ο Θεός δεν αποδίδει τους μισθούς σύμφωνα με την ποσότητα των δώρων και των κόπων, αλλά σύμφωνα με την θερμότητα της προαιρέσεως. Υγίαινε».
Η προ-αίρεση αυτή, που μετρά το μερίδιο του Ανθρώπου στη συνέργεια με τον Θεό, ξέρουμε ότι σημαδεύει σε μιαν αεικίνητο στάση ζωής, τη μετά-νοια. Το διδάσκει ο πρώτος λόγος της Κλίμακας, το πρώτο σκαλοπάτι της Κλίμακας (και το σκαλοπάτι είναι εξ ορισμού μεταίχμιο / κατώφλι / χείλος), με τον τίτλο «Περί αποταγής», που εξηγείται εντός παρενθέσεως: «(Διά την αποταγήν του ματαίου βίου)». Η Κλίμακα, με άλλα λόγια, αρχίζει στο τέλος του βίου, ίσως στο Μέγα Μεσονυκτικό, που θυμίζει επίσης το Μέγα Μεσημέρι, τη ληξιαρχική ώρα θανάτου του θεού στη Χαρούμενη επιστήμη του Νίτσε.
Μια τέτοιαν ώρα, που είναι κάθε ώρα μέσα στον τρέχοντα κόσμο, ο ασκητής (μοναχός, λαϊκός, o altra cosa) βάζει αρχή στη μετάνοια και υπόσχεται να αγωνιστεί ισοβίως, ώστε να εισχωρήσει (ώστε να εισχωρεί διαρκώς) σε αυτό το μετά, και να μη γυρίσει ποτέ πια πίσω, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στην προς Φιλιππησίους τρίτη επιστολή: Τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος.
Στον τρίτο λόγο της Κλίμακας, «Περί ξενιτείας», στην παράγραφο υπ’ αριθμόν 4, φυλάσσεται μια από τις πυκνότερες προτροπές του Σιναΐτη, ενδεικτική για τον επείγοντα χαρακτήρα αυτής της πνευματικής περιπέτειας: «Από την στιγμή που εδέχθηκες μέσα σου την φλόγα, τρέχε. Διότι δεν γνωρίζεις πότε θα σβήση και θα σε αφήση στο σκοτάδι».
Προηγουμένως, ο Σιναΐτης έγραψε «Περί απροσπαθείας», και αμέσως μετά «Περί υπακοής». Έτσι φτάνει στον πέμπτο λόγο, «Περί μετανοίας», και τον έκτο τον έχουμε δει: «Περί μνήμης θανάτου».
Η μνήμη αυτής της τάξεως είναι προφανώς στραμμένη στο μέλλον, και συνιστά ένα παράδοξο αντιστρόφως ανάλογο του προφητικού λόγου (του αρχαιότερου, δηλαδή, ποιητικού λόγου), ο οποίος ουδόλως εξαντλείται στη μελλοντολογία, παρά διαμορφώνει εξίσου παρελθόν και παρόν, εμπεριέχοντας την εκπλήρωσή του κατά τον τρόπο, αίφνης, του βιβλίου Κλίμακα, που γίνεται μια εμπράγματη, θα έλεγα και ενσαρκωμένη, οπτασία.
Η δημιουργική, ουσιωδώς ποιητική δύναμη του προφητικού λόγου αναπτύσσεται παραδειγματικά στο Βιβλίο της Γενέσεως, και οπωσδήποτε στην αρχή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που οι μελετητές λένε ότι συντάσσεται μετά το Βιβλίο της Αποκαλύψεως. Ο Λόγος είναι εν αρχή — μετά το τέλος.
Στην τρέχουσα χρήση της γλώσσας, στην οποία οι προφητείες δεν διαφέρουν από τα προγνωστικά για το ποδόσφαιρο ή τις μετεωρολογικές προβλέψεις, απαντά ένας όρος εν μέρει σκωπτικός, σχετικά με προφητείες που ιστορούν ένα γεγονός τόσο αναμενόμενο και αναπόφευκτο, ώστε δεν αξίζει να λέγονται προφητείες.
Τον όρο αυτόν, ωστόσο, θα ήθελα να τον εντάξω στο δικό μου πλαίσιο αναφοράς, ανακινώντας και ανακαινίζοντας το νόημά του, που το βρίσκω εξαιρετικά κρίσιμο για την παράδοξη λειτουργία του γνησίως προφητικού λόγου — είναι ο εξής: μεταπρόγνωση.
Ένα συμβατικό τέτοιο παράδειγμα, αρνητικής, ας πούμε, χροιάς, βρίσκουμε στις 30 Ιουνίου 1566, όταν ο Γάλλος φαρμακοτρίφτης Μισέλ ντε Νοστρεντάμ, εξαντλημένος από βαριά ασθένεια, αποχαιρετά τον γραμματέα του, λέγοντας ότι μέχρι το πρωί θα έχει πεθάνει. Ο γραμματέας, βέβαια, το ήξερε.
Νωρίτερα, συγκεκριμένα κατά το έτος 1550, ο Νοστρεντάμ είχε εγκαινιάσει την τακτική έκδοση ενός αλμανάκ, υπογράφοντας με τη λατινική μορφή του ονόματός του, ως Νοστράδαμος, και είχε συντάξει 6.388 λυρικές προφητείες, εκ των οποίων σώζονται ελάχιστες, όπως ελάχιστες σώζονται και από το opus magnum του ανδρός, με τον τίτλο Προφητείες, που το εμπνεύστηκε τον καιρό της πανούκλας, όταν επισκέφθηκε μιαν από τις τρεις μαγικές πολιτείες της Ευρώπης, το Τορίνο.
Για να προστατευθεί από την Ιερά Εξέταση, ο Νοστράδαμος ανέπτυξε τότε μιαν ιδιόρρυθμη και ερμητική σύνταξη, με λογοπαίγνια και παρετυμολογίες, και μια μηχανή έκφρασης που συνίστατο σε ανάμειξη πλήθους γλωσσών, όπως τα ιταλικά, τα ελληνικά και τα λατινικά, και κυρίως το ιδίωμα της γενέτειράς του, της Προβηγκίας, που το είχαν καλλιεργήσει οι τροβαδούροι, προπάτορες της νέας ευρωπαϊκής γραμματείας εν συνόλω.
Στις Προφητείες, λοιπόν, ο Νοστράδαμος κατένειμε το υλικό του σε χίλια περίπου τετράστιχα, τα κατάλοιπα ή απομεινάρια των οποίων ήταν αρκετά για να τον αναδείξουν ως τον πιο διαβόητο μελλοντολόγο της νεότερης ιστορίας.
Έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, στις 2 Σεπτεμβρίου 1666, ξέσπασε η Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου, αναζωπυρώνοντας τις προσδοκίες για το τέλος του κόσμου (σε συνδυασμό φυσικά και με τον αριθμό 666), και πολλοί θυμήθηκαν τον νεκρό μάντη, και την ακόλουθη προφητεία του: Το αίμα των δικαίων θα πνίξει το Λονδίνο, / θα καεί στην πυρκαγιά του ’66. / Η αρχαία κυρία θα ανατραπεί από την υψηλή της θέση / και πολλοί όμοιοί της θα θανατωθούν.
Η πυρκαγιά του Λονδίνου προκάλεσε ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές, αλλά ελάχιστοι άνθρωποι πέθαναν, ενώ η φωτιά λειτούργησε και λυτρωτικά: εξολόθρευσε τους αρουραίους και τους ψύλλους, κι έτσι τέλειωσε η επιδημία της πανούκλας, που είχε αποδεκατίσει τους Λονδρέζους κατά τον προηγούμενο χρόνο.
(Εδώ θα μπορούσα να αναφέρω ότι το Λονδίνο είναι η δεύτερη μαγική πολιτεία της Ευρώπης, μετά το Τορίνο. Η τρίτη είναι η Πράγα.)
Μια ταιριαστή λεζάντα για τις ως άνω αποκαλυπτικές εικόνες θα ήταν η φράση του Καρόλου Μπωντλαίρ, την οποία προτάσσει ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στο μεγάλο του μυθιστόρημα με τίτλο 2666, αυτή εδώ: «Μία όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας».
Ως γνωστόν, λίγο προτού πεθάνει (το 2003, σε ηλικία πενήντα ετών), ο Μπολάνιο είχε δώσει οδηγίες για την αυτόνομη έκδοση των πέντε βιβλίων που απαρτίζουν το 2666, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε οικονομικά τα παιδιά του. Οι κληρονόμοι του, όμως, προτίμησαν να εκδώσουν το έργο σε πλήρη ή ενιαία μορφή, «όπως θα είχε κάνει και ο ίδιος», γράφουν στη σημείωσή τους, «εάν δεν διαφαινόταν η χειρότερη των πιθανοτήτων στην εξέλιξη της ασθένειάς του».
Ο Ιγνάσιο Ετσεβαρρία, φίλος του συγγραφέα και διαχειριστής της λογοτεχνικής του παρακαταθήκης, συμφώνησε με τους κληρονόμους, και εξήγησε καταλεπτώς το σκεπτικό της απόφασης σε κείμενο που βρίσκεται και στην ελληνική έκδοση του βιβλίου (Δεκέμβριος 2011), σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου, από τις εκδόσεις Άγρα.
Από εκεί θα ήθελα να παραθέσω τώρα, προσπερνώντας τις (σημαντικές, βέβαια) εξηγήσεις του Ετσεβαρρία, την προτελευταία παράγραφο: «Μία τελευταία παρατήρηση, που ίσως δεν είναι περιττό να προστεθεί. Ανάμεσα στις σημειώσεις του Μπολάνιο για το 2666, διαβάζουμε απομονωμένη τη φράση: “Ο αφηγητής του 2666 είναι ο Αρτούρο Μπελάνο”. Και σε άλλο σημείο προσθέτει, με την ένδειξη “για το τέλος του 2666”: “Κι αυτό είναι όλο, φίλοι μου. Όλα όσα έκανα, όλα όσα έζησα. Εάν είχα δυνάμεις, θα έβαζα τα κλάματα. Σας χαιρετώ, Αρτούρο Μπελάνο”».
Το (ανέφικτο) κλάμα και ο συνακόλουθος χαιρετισμός του αφηγητή αθροίζονται στην πνευματική συνθήκη της χαρμολύπης και με επαναφέρουν στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννη, αμέσως μετά τον λόγο περί μνήμης θανάτου, στον λόγο υπ’ αριθμόν 7, ο οποίος έχει τίτλο: «Περί του χαροποιού πένθους».
Κι αυτό, φίλοι μου, είναι η εξήγηση για τα αθώα χαμόγελα σε μιαν αίθουσα του Γυμνασίου Έμπας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ανακαλύψαμε τη δυσοίωνη λέξη kaput, όταν αντικρίσαμε σκηνές θανάτου και φρίκης, σκηνές Αποκάλυψης, και το τελευταίο που σκεφτήκαμε ήταν η πρώτη πηγή της ζωής. Εκεί εκβάλλει και η Κλίμακα.
Μετά το χαροποιό πένθος, ο Σιναΐτης γράφει περί αοργησίας, μνησικακίας, καταλαλιάς, πολυλογίας και σιωπής, ψεύδους, ακηδίας, γαστριμαργίας, αγνείας, φιλαργυρίας, αναισθησίας, ύπνου και προσευχής, αγρυπνίας, δειλίας, κενοδοξίας, υπερηφανείας, περί λογισμών βλασφημίας, περί πραότητος και απλότητος, και κατόπιν περί ταπεινοφροσύνης, και φτάνει στον λόγο υπ’ αριθμόν 26, «Περί διακρίσεως», που αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια: «Περί διακρίσεως λογισμών και παθών και αρετών», «Περί διακρίσεως ευδιακρίτου», και «Σύντομος ανακεφαλαίωσις των προηγουμένων»∙ ακολουθεί ο λόγος «Περί ησυχίας», με δύο επιμέρους κεφάλαια («Διά την ιεράν “ησυχίαν” την σωματικήν και την ψυχικήν» και «Περί διαφοράς και διακρίσεως ησυχιών»), και ο Ιωάννης ολοκληρώνει την ανάβαση, σε ενεστώτα διαρκείας, με τους λόγους «Περί προσευχής», «Περί απαθείας», και «Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως».
Η τελευταία παράγραφος, η υπ’ αριθμόν 18, του τελευταίου λόγου, αρχίζει με την εξής επιμέρους παράγραφο: «Η αγάπη χορηγεί την χάρι της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμι της θαυματουργίας, η αγάπη είναι η άβυσσος της θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του θεϊκού πυρός — όσο περισσότερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάσις και η εδραίωσις των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού».
Η Κλίμαξ του αγίου Ιωάννη, από τα πιο αυστηρά, θα λέγαμε και σκληρά έργα της πατερικής γραμματείας, έχει αυτή την ευτυχισμένη κατάληξη, ένα happy ending, που δεν χρειάζεται να πω ότι συνιστά επιστροφή στην αρχή: η κορυφή της Κλίμακας είναι επίσης η βάση της, είναι ο Λόγος, που εν αρχή ην προς τον Θεόν, που αγάπη εστίν.
Το ίδιο ισχύει για το αριστούργημα του άλλου Ιωάννη, την Αποκάλυψη, που την κατάληξή της σχεδόν τη λησμονήσαμε. Η παρανάγνωση και κατάχρηση του έργου αυτού, στις μυθοπλασίες του Δυτικού κόσμου, η ανάδειξή του σε κατεξοχήν όαση φρίκης (μέσα σε μιαν έρημο ανίας), είναι τόσο ισχυρή, ώστε να αποσιωπάται το ευτυχές τέλος, η νίκη του Αμνού και ο γάμος Χριστού και Εκκλησίας, η ένωση του Θεού με τον Άνθρωπο: στην πραγματικότητα, η Αποκάλυψη είναι μια ιστορία αγάπης.
Σε αρχάριο ασκητή, που δυσκολευόταν να αναμετρηθεί με την αδιάλειπτη μνήμη θανάτου, ο άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης χαμογέλασε ευφρόσυνα και είπε όλη την Κλίμακα, με έναν απαλότατο τρόπο: «Είναι καλύτερα να συγκεντρωθείς στην αδιάλειπτη μνήμη Θεού». Εναλλακτικά: «Κράτα τον νου σου στον Άδη, και μην απελπίζεσαι».
Σε ανύποπτο χρόνο, ο Πορφύριος είπε κι αυτό: «Η Αποκάλυψη γράφτηκε για να μη γίνει ποτέ». Και ταπεινά οφείλω να συμπληρώσω: η Αποκάλυψη δεν θα γίνει, επειδή έγινε, μια φορά και για πάντα, τα Μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, σε ένα μεταίχμιο που διαρκεί άχρι του νυν, που εκτυλίσσεται έως άρτι. Η ώρα μηδέν είναι βέβαια η πρώτη ώρα της vita nova, είναι η πρώτη και έσχατη βαθμίδα της Κλίμακας.
Σαφώς υπαινίσσομαι εδώ τη μοναδική μεταπρόγνωση, που την ακούμε (τη ζούμε) μετά τα μεσάνυχτα, από τον τρίτο (ή τέταρτο) και τελευταίο Ιωάννη του αρχείου αυτού, τον Ιερό Χρυσόστομο: Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.
Νομίζω λοιπόν ότι το σχεδίασμά μου τελείωσε. Το κείμενο μπορεί να εκκρεμεί — θέλω να πω: μπορεί, επιτρέπεται, δεν χρειάζεται να το γράψω. Όλα έχουν εκπληρωθεί.
Ξέχασα μόνο να πω ότι η τρίτη ημέρα μετά το μήνυμα του Θάνου Σταθόπουλου, η 14η Απριλίου 2024, ήταν η Δ΄ Κυριακή των Νηστειών, που είναι αφιερωμένη στον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: Ἐπὶ κλίμαξι κλίμακας πυκνῶς, Πάτερ, / τὰς σὰς ἀρετὰς θείς, ἔφθασας πόλου μέχρι. / Χαῖρεν Ἰωάννης τριακοστῇ ἐξαναλύων. Καταλαβαίνετε.
Ζωγράφου,
18–19 Απριλίου 2024