Δίνη
Παναγιώτης Αγγελόπουλος


Γνωρίζω καλά το αίσθημα του ξαφνικού πόνου στο στομάχι, διότι  είναι ο τρόπος του σώματός μου να συντονιστεί με αγωνίες που δεν έχουν λεκτικοποιηθεί. Την ενόχληση, που ξεκίνησε μέσα στη νύχτα, πυροδότησαν η δυσπεψία και η εξάντληση. Ξύπνησα στις 4:10 π.μ. και έκανα εμετό· έπειτα ξάπλωσα αλλά δεν κατάφερα να κοιμηθώ, αφού πονούσα ακόμη και κρύωνα υπερβολικά. Ρύθμισα τον θερμοστάτη στη μέγιστη δυνατή τιμή, άπλωσα δύο πετσέτες πάνω στο πάπλωμα, το οποίο δίπλωσα προκειμένου να επωφεληθώ της πλήρους επιφάνειάς του, αλλά δεν έπαψα να κρυώνω· ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση έτρεμα κι ένιωθα ρίγη να με διαπερνούν. Έβαλα θερμόμετρο και όσο περίμενα τη στάθμη του υδραργύρου να ανέβει παρασύρθηκα απ’ τη ροή των σκέψεών μου, από ένα είδος παραληρήματος που με ανακούφιζε, αφού ξεχνιόμουν, και ταυτόχρονα με διέγειρε καθιστώντας δυσκολότερο τον ύπνο. Θυμήθηκα την παρατήρηση του Μπέρνχαρντ ότι το κρύο αυξάνεται με τη διαύγεια· στο μέλλον τα πάντα θα είναι ξεκάθαρα και θα έχουν μια όλο και πιο αποτρόπαια παγωνιά, αφήνοντάς μας με τη γεύση μιας διαρκώς διαυγούς και παγερής ημέρας. Το προηγούμενο εικοσιτετράωρο βρισκόμουν στο Βιετνάμ, σε μια παραθαλάσσια πόλη βόρεια του Ισημερινού και νότια του Τροπικού του Καρκίνου όπου αρκούσε μια ολιγόλεπτη βόλτα οποιαδήποτε ώρα, πόσο μάλλον στην αιχμή του μεσημεριού, για να σχηματιστεί γύρω απ’ το σώμα άλως υδρατμών — η ατμοσφαιρική υγρασία πλησίαζε στο 90% και το σημείο δρόσου διαμορφωνόταν στους 28°C. Επόμενο ήταν ο κλιματισμός να λειτουργεί συνεχώς, όμως εδώ υπεισέρχονται οι λεπτές αποχρώσεις της ψύξης. Μπαίνοντας στο ξενοδοχείο δεν ερχόσουν αντιμέτωπος μ’ ένα ψυχρό κύμα αλλά με ήπιους, δροσερούς κυματισμούς, το αντίθετο απ’ ότι συμβαίνει στην Αμερική. Εκεί τα κτήρια ψύχονται ακόμα και όταν η υγρασία είναι ανεπαίσθητη ή η θερμοκρασία κυμαίνεται σε υποφερτά επίπεδα· οι άνθρωποι εκτίθενται αδιάλειπτα στο κρύο, όπως οι σέρβερ στα κυκλώπεια κέντρα συλλογής ψηφιακών δεδομένων, και τα ρεύματα των κλιματιστικών σε αρρωσταίνουν προκαλώντας εντονότερη δυσφορία απ’ τον υγρό αέρα. Αν σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου κοιμηθείς γυμνός είναι βέβαιο ότι θα ξυπνήσεις συναχωμένος, ανασαίνοντας με δυσκολία, ενώ στο Βιετνάμ επιστρέφοντας απ’ το ναυπηγείο έκανα ντους, ξάπλωνα στο κρεβάτι χωρίς μπλούζα, σκεπαζόμουν μ’ ένα ψιλό σεντόνι και ξύπναγα το απομεσήμερο υγιής, με ελάχιστες σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο δέρμα μου. Στην Αμερική δικαιούσαι να παγώνεις στους εσωτερικούς χώρους ή να ζεις παραδομένος στην αχαλίνωτη βία και απόλυτα διαβρωμένος απ’ το χρήμα αλλά απαγορεύεται να καπνίζεις· σε ορισμένες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη με την πληκτική της ρυμοτομία ή το νεκρόφιλο Λος Άντζελες δεν επιτρέπεται να ανάβεις τσιγάρο ούτε στους ιδιόκτητους υπαίθριους χώρους ή στα πάρκα, τη στιγμή που το κάπνισμα στους ουρανοξύστες δυσχεραίνεται απ’ το γεγονός ότι τα παράθυρα δεν ανοίγουν. Στη διακεκαυμένη ζώνη τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει· τυπικά το κάπνισμα απαγορεύεται σχεδόν παντού αλλά, πρακτικά, καπνίζεις όπου θέλεις: στο ξενοδοχείο, στα νυχτερινά κέντρα, στις σάλες εστιατορίων όπου ο βόμβος απ’ τους ανεμιστήρες ηχεί αδιάκοπα ή σε βεράντες όπου ψήνεσαι στο νωθρό φως. Αν είναι πλέον αμέτρητες οι χώρες όπου το κάπνισμα συνιστά σκάνδαλο σύντομα θα συγκαταλέγεται σ’ αυτές και το Βιετνάμ, πράγμα εν πολλοίς αναμενόμενο δεδομένου ότι η εξάπλωση της ερήμου δεν αναχαιτίζεται. Οι διακρίσεις ενοχλούν, ωστόσο η διάκριση εις βάρος των καπνιστών περνάει απαρατήρητη ή ενθαρρύνεται ως ένα είδος δίκαιης τιμωρίας ελλείψει μεταμέλειας. Ξεπαγιάζεις, δεν καπνίζεις, αλλά έχεις πρόσβαση σε αθρόες ποσότητες κοκαΐνης· σ’ ένα οποιοδήποτε μπαρ μιας οποιασδήποτε πόλης μοιάζει απαραίτητο να συνοδεύσεις το ποτό σου με μια γραμμή εφόσον αυτή διευκολύνει το μη ψηφιακό φλερτ και αίρει τις αναστολές πριν απ’ το σεξ, που έτσι κι αλλιώς στερείται απόλαυσης. Εθίζεσαι στο ναρκωτικό υμνώντας την επιρροή του στη διάθεσή σου, εναποθέτεις τις ελπίδες σου σε ψυχοτρόπες εμπειρίες, γαλουχείσαι με τα ευαγγέλια της θετικότητας και της αυτοβελτίωσης ή με την υπόσχεση αντικαταθλιπτικών ταξιδιών και μαγνητίζεσαι από έργα τέχνης απεκδυόμενα σημασίας και έλξης, κάτι που φυσικά δεν γίνεται αντιληπτό όταν η όραση διέρχεται από ένα ερειπωμένο βλέμμα. Εντούτοις το ζήτημα δεν είναι αν οι μηχανές θα κυοφορούν βιβλία αλλά αν θα διαβάζει κανείς ακόμη λογοτεχνία, η οποία γράφεται υποχρεωτικά από ανθρώπους. Μ’ αυτήν τη σκέψη αποκοιμήθηκα. Το κρύο παρέμενε αδυσώπητο.