Ὁ Ὅφις
George Le Nonce
Σοῦ πρότεινα νὰ φύγουμε. Νὰ ξεχάσουμε. Νὰ πᾶμε ἐκδρομή. Ὅπως παληά. Δέχθηκες μὲ εὐγνωμοσύνη. Μετὰ λίγες μέρες φθάσαμε στὸ νησί. Στὸ λιμάνι εἴδαμε κάτι ἀσπρόμαυρα πουλιά.
«Χελιδόνια εἶναι αὐτά;» μὲ ρώτησες. «Δὲν μπορεῖ, εἶναι Νοέμβριος, θὰ ἔχουν φύγει.»
Κι ὅμως. Ἦσαν πράγματι χελιδόνια. Ὅπως στὸν εὐτυχισμένο πρίγκηπα, σοῦ εἶπα, πρίγκηπά μου. Ἔμειναν ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθοῦν.
῞Υστερα ξέσπασε βροχή, καταρρακτώδης. Κλειστήκαμε στὸ ξενοδοχεῖο — ψηλὰ στὸν βράχο, σὰν φυλακισμένοι, δύο, τρεῖς ἡμέρες, ἡ βροχὴ δὲν σταματοῦσε, ἀλλὰ τοὐλάχιστον βλέπαμε ἀπὸ τὸ παράθυρο τὴ θάλασσα.
Ὅταν βγήκαμε, ὅλο τὸ νησὶ μύριζε μούχλα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔρθουμε τέτοια ἐποχή. Ἀγριεύει ὁ τόπος. Σκοτεινιάζει νωρίς, ἡ θάλασσα μαυρίζει καὶ φουσκώνει καὶ τὰ κύματά της μᾶς κυνηγοῦν παντοῦ, μᾶς ἀπειλοῦν καὶ μᾶς ραπίζουν. Δρόμοι, πλατεῖες, αὐλές, ὅλα γίνονται μιὰ μαύρη λάσπη, καὶ οἱ κάτοικοι, ἀκόμη πιὸ ἄξενοι τώρα ποὺ τοὺς καταδιώκει ὁ καιρός, κλειδαμπαρωμένοι σὲ σπίτια χωρὶς παράθυρα, δὲν μᾶς χαιρετοῦν, δὲν μᾶς βλέπουν.
Σὲ πιάνω ἀπὸ τὸ χέρι, τὰ παπούτσια μας γλιστρᾶνε, δώσε μου το χέρι σου, νὰ συγκρατήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, σοῦ λέω, ἢ τοὐλάχιστον ἂν πέσουμε νὰ πέσουμε μαζί. Χαμογελάω. Κάπως βεβιασμένα, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλὰ χαμογελάω καὶ σφίγγω τὸ χέρι σου δυνατὰ καὶ σοῦ λέω, μὴν ἀνησυχεῖς, αὔριο θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο, θὰ βροῦμε τὸ δωμάτιο ποὺ μᾶς νοίκιαζε κάποτε ἡ κυρὰ Ἄννα καὶ θὰ ἔχει παπλώματα καὶ θὰ ἀγκαλιαστοῦμε καὶ θὰ ζεσταθοῦμε καὶ τὸ πρωὶ θὰ ἔρθει ἕνα ὁλόλευκο φῶς καὶ θὰ δοῦμε τὴ θάλασσα ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ θὰ εἶναι ὡραῖα ὅπως τότε.
«Τὰ ροῦχα μου εἶναι μούσκεμα», μοῦ λές, «κρυώνω, τρέμω, ὧρες τώρα κάνουμε κύκλους στὰ λασπωμένα καλντερίμια, δὲν ὑπάρχει ἡ κυρὰ Ἄννα πιά, τὰ σπίτια της θἄχουν γκρεμιστεῖ, ἦταν ἤδη γρηὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἐρχόμασταν, στὰ εἴκοσί μας χρόνια, θἄχει λιώσει».
Σὲ ἀγκαλιάζω. Μὲ ἀδιαφορία γιὰ ὅλα. Γδυνόμαστε. Πετᾶμε τὰ βρεγμένα ροῦχα. Πέφτουμε στὴ θάλασσα.
Καταλαβαίνω γιὰ πρώτη φορὰ πόσο αὐτόφωτο εἶναι τὸ σῶμα. Εἶχα συνηθίσει νὰ τὸ ἐλέγχω σχεδὸν ὁλόκληρο. Τὰ ἄκρα νὰ κουνιοῦνται ὅποτε θέλω ὅπως θέλω, τὸ βλέμμα νὰ κατευθύνεται ὅποτε θέλω ὅπου θέλω, ἡ φωνὴ νὰ ἀκούγεται ὅπως θέλω ὅποτε θέλω. Ἐλάχιστα νὰ εἶναι τὰ ἐνοχλητικὰ ἀνεξέλεγκτα. Ἕνας σπασμὸς ποῦ καὶ ποῦ στὸν κρόταφο, ἕνα φτάρνισμα κάποια ἀκατάλληλη στιγμή, ἕνα ἀπροσδόκητο κοκκίνισμα στὰ μάγουλα, μιὰ ἀκούσια στύση ποὺ δυσκολεύομαι νὰ καταπνίξω.
Ἀλλ᾽ ὅταν, ὅπως τώρα, ὁ ἔλεγχος χάνεται ἐντελῶς, ἀδυνατῶ νὰ συλλάβω τὴν ἔκταση τῆς ἀπώλειας.
Τὰ μέλη, τὸ βλέμμα, τὸ αἷμα κινοῦνται αὐτόνομα, ὁ ἐγκέφαλος πνίγεται σὲ δίνη στάσιμη, ἡ φωνὴ δὲν βγαίνει, τὸ σῶμα ὑγρό, ἁπλώνεται καὶ χύνεται, δὲν ξέρω ποῦ βρίσκεται καὶ τί κάνει, δὲν ξέρω τί ἔχει διαπραχθεῖ, δὲν ξέρω πῶς ἀναπνέω μέσα σὲ αὐτὴν τὴν πηχτὴ θάλασσα ὅπου πότε ἐπιπλέω περιχαρὴς πότε βυθίζομαι, ὑδαρὴς κι ἐγώ, χωρὶς σχῆμα, χωρὶς περίγραμμα, μέδουσα χαμένη σὲ θάλασσα πηχτή, καὶ τὸ φῶς διαθλᾶται μέσα στὸ σῶμα ποὺ κάποτε ὅριζα, ἀλλὰ πάντα ὑπάρχει κι ἕνα σῶμα ἄλλο, στὴν ἴδια ὑδαρὴ κατάσταση κι αὐτό, ἐκτὸς ὁρίων κι αὐτό, τὸ δικό σου σῶμα, κι ἂς μὴν ξέρω ποῦ εἶναι τὸ σῶμα μου καὶ ποῦ εἶναι τὸ ἄλλο σῶμα, ποιό εἶναι τὸ ἄλλο σῶμα καὶ ποιό εἶναι τὸ σῶμα μου, ἂν εἶναι τὸ σῶμα μου μέσα στὸ ἄλλο σῶμα, ἂν εἶναι τὸ ἄλλο σῶμα μέσα στὸ σῶμα μου.
Διείσδυση ἀναμφίβολα ἦταν ἡ ἀρχή, ὅταν ἀκόμα καὶ οἱ δυὸ ὁρίζαμε τὰ σώματά μας, ὅταν περήφανα ἐπιδεικνύαμε τὰ θεῖα μέλη καὶ τὰ ἀπολάμβανε ἡ ἁφὴ καὶ ἡ γεύση. Τώρα ὅμως τὰ σώματα ἔχουν παραιτηθεῖ, ἡ σάρκα δὲν εἶναι κἂν σάρκα, εἶναι μιὰ μάζα ἄμορφη, βυθισμένη σὲ θάλασσα πηχτή, καὶ ἡ εὐφορία δὲν διακρίνεται, ὅλα τὰ διαπερνᾶ τὸ φῶς, ὅλα ἔγιναν ὑγρὸ φῶς, καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο ὑγρὸ φῶς.