Για τη διάκριση μεταξύ του καιρού και του κλίματος
Πάνος Στασινός


Η μοναδική φορά που χρησιμοποίησα τη λέξη κλίμα σε κάποιο ποίημα είναι αυτή:

[…] Τα στατιστικά,
με την αίγλη των αρχαίων παπύρων,
τη μυστικιστική επισημότητα των κιταπιών·
οι περήφανες πηγές,       που μεταφέρουν ένα κλίμα
με την αβεβαιότητά τους μαζί. Αυτή δεν πειράζει κανέναν· […]

[Ο θάνατος είναι μέσα στα πράγματα, Ίκαρος 2023, σ. 100]

Με οδηγό την αβεβαιότητα, άρχισα έν’ ανάπτυγμα των παραπάνω στίχων — αλλά σε πρόζα:

Ξαφνική ανησυχία για τον ειρμό των εμπειριών μου, την οποία προσπάθησα στοιχειωδώς να κοντράρω. Αναλάμβανα όλη την ώρα τα πράγματα κι έψαχνα το ισοδύναμό τους. Τα αμάξια έφευγαν προκανονισμένα και συνεπή στους δρόμους, ομοιόμορφα· πού και πού προέκυπτε κάποια διαταραχή του συστήματος ή κάποια παραφωνία, αλλά υπερτερούσε ο θαυμασμός μου για τη μαγνητική φύση τους. Αναγκαστικά θυσίαζα τη φοβερή μου μνήμη. Δημιουργούνταν περιστύλια και αύρες, το περιβάλλον περνούσε σε καθεστώς τηλεχειρισμού. Μία ιδέα ήταν να υπολογίζω κάθε τόσο την επιτάχυνση, να επεξεργάζομαι τα μεγέθη, να επανεφευρίσκω τη μηχανική των κινήσεων. Πίστευα στο ανώφελο αρκετά, στο θάρρος της βλακείας μου ακόμα περισσότερο, για μία περίοδο είχα επενδύσει στην αριθμολογική εκστρατεία της φύσης· την ονόμαζα περίοδο γεωμετρίας. «Με τους αριθμούς καταλαβαινόμαστε», ακουγόταν από κάπου κοντά, και η αυξητική φορά των γραμμάτων με συνελάμβανε με την επιστήμη στα δάχτυλα. Δεν έπαιρνα το ρίσκο να αναλάβω εξίσου τους εκάστοτε προωθημένους σχηματισμούς των ανθρώπων, ούτε τις ημιτελείς τους ανατολές· χαρακτική στους αιώνες των αιώνων και το παρόν ανοιγόταν προς το παρόν. Η ροή μού φώναζε Αντίρριο, σκεφτόμουν φράσεις όπως «ο Γρανικός του έρωτα» και «Σε τι πυρετό σού φαίνεται κάτι σπουδαίο;»· τα περισσότερα τέτοια ήταν απλώς πτυχές μιας γενικευμένης αστάθειας. Ήθελα να κάνω τις εικόνες να εξαντληθούν και το τοπίο να επανακυκλοφορήσει· χρησιμοποιούσα επιτόπια οράματα, παιδικά κιάλια, διαστροφές που συσκότιζαν και διεύρυνα την έννοια του συναλλάγματος. Ανακάλυπτα σταματημένες εκρήξεις στους θάμνους. Σφυροκοπούσα τις προδιαγεγραμμένες περιγραφές των αντικειμένων που με περιέβαλλαν, ενώ έβλεπα στους μίσχους λεπτά νευρόσπαστα των αρχών της άνοιξης, που μου υποκλίνονταν, ομοιογενή, σε πανηγυρισμό-κύμα. Ο «χώρος φύση» δεν μου φαινόταν ακριβής, αλλά παρέμενε συντονισμένος. Κατοπτρικά, η θάλασσα γινόταν μιλιμετρέ χαρτί και έβρισκα στους αφρούς της σκελετούς ζώων, κυρίως γατιών, διάσπαρτα σπασμένα κόκαλα που είχαν κολλήσει στραβά, υπερσύγχρονα Εξκάλιμπερ. Τετραγώνιζα τα τρέχοντα παραδείγματα, στην ουσία μου παρείχα ένα σχετικά πρωτότυπο σύστημα σχεδίασης και μου διέθετα το παρόν, κλαίγοντας.

Αναθεώρηση του εκτροχιασμού που υπέστην, προκαλώντας τον. Θα ήταν, ενδεχομένως, προτιμότερο να αρκεστώ στη μετάφραση ενός ποιήματος του Τόμας Χάρντυ, που θρηνεί, σε φόντο ανοιξιάτικο και τόνο χαρωπό, για μια διαφορά:

ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

«Όχι μόνον ένας κούκος;»
Ρωτά τ’ αγοράκι·
Μάλλον πάει η χαρά του
Η ανοιξιάτικη.

Μεγάλωσε και το ’πε
Και στο γιο του· μόνο
Ένας κούκος νόμιζε
Ότι κάθε χρόνο

Συνήθιζε να ’ρχεται
Τα δέντρα για να ντύσει,
Την Αγγλία κι εκείνον
Για να ευχαριστήσει:

Και ο γιος προχωρημένος
Στη ζωή, μα και στα ζόρια,
Είπε με χασμουρητό:
«Τι χαζά τότε τ’ αγόρια!»

 21.04.24