Nicht-zeitgeist: Η θάλασσα του αγαπημένου
Άντζυ Κορρέ


Άντζυ Κορρέ, 2022


«Γαλήνεψε, Σίβυλλα,

κ’ είναι βαθιά Σου το Άδυτο που τώρα

τόσο πικρά αποζήτησες!»

Άγγελος Σικελιανός, Σίβυλλα, στο: Άγγελου Σικελιανού

Θυμέλη, τομ. Α΄, Αθήνα, Ίκαρος, 2003, σ. 119


Τι προκαλούν άραγε εκείνοι οι τόποι μέσα στον κόσμο στους οποίους τίποτα ανθρώπινο — ούτε τεχνούργημα ούτε συνείδημα — δεν στεριώνει, απορία ή ανακούφιση; Η έρημος, η θάλασσα, η ζούγκλα και οι κορφές των ορέων: το μόνο ανθρώπινο που δέχονται όλα τούτα είναι τα οστά, κι αυτά μάλλον επειδή κρύβονται αμέσως κάτω από τους όγκους των στοιχείων — του χώματος, της άμμου, του νερού, των φυλλωμάτων, της λάσπης, του χιονιού — και παραμένουν σαν σπουδές παράταιρων θεμάτων κάτω από ολοκληρωμένους καμβάδες. Από μακριά, συλλογίζεται κανείς αυτό το γεγονός όπως θέλει· άλλος παραξενεύεται που είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τόπος τον οποίο ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να τιθασεύσει με τα σημάδια του κι άλλος ανακουφίζεται που υπάρχει ένας τέτοιος τόπος, επειδή καταλαβαίνει πως η δύναμη του ανθρώπου είναι περατή ή πως δεν είναι καθόλου δύναμη, μα δυναμική. Από κοντά, όμως, δηλαδή μέσα από το μυθιστορηματικό ενδεχόμενο που παρέχει ό,τι εγγύτερο στη μαρτυρία, αυτοί οι τόποι που είτε ξερνούν σπαστικά είτε καταπίνουν βουλιμικά το ανθρώπινο δεν προκαλούν ακριβώς απορία, αλλά τρέλα, που είναι επίσης, ωστόσο, μια απορία — μα απορία εκ φύσεως στερημένη κάθε απάντησης.

Λένε πως τα δέντρα συνομιλούν ανταλλάσσοντας χυμούς με τις ρίζες τους, που διαπλέκονται κάτω από τη γη. Έτσι προσκαλούν τους γείτονές τους στον θρήνο για πυρκαγιές που ξεσπούν στο δάσος ή τους ειδοποιούν για τα πελεκήματα των ανθρώπων. Η κεΐβη και το καουτσουκόδεντρο του Αμαζονίου δεν έχουν τρόπο να αντεπιτεθούν τη στιγμή που οι δουλοπάροικοι εργάζονται με τα σκαρπέλα τους, μα λίγο λίγο τούς μολύνουν με δηλητήρια τον αέρα που αναπνέουν, οι δουλοπάροικοι αποτρελαίνονται, χάνουν τον προσανατολισμό τους και σκοτώνονται ή αυτοκτονούν μες στη ζούγκλα. Άκρη άκρη, εκεί που η ζούγκλα προσπελάζει τους οικισμούς, τα δέντρα δεν έχουν καμία τύχη, όμως όσο βαθύτερα προχωράει κανείς στην επικράτειά τους τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να μην μπορεί πια να επιστρέψει:

«Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια είναι η αιτία του μυστηρίου που μας κάνει να χάνουμε τα λογικά μας όταν περιπλανιόμαστε στη ζούγκλα. Πιστεύω όμως πως έχω μιαν εξήγηση: οποιοδήποτε απ’ αυτά τα δέντρα εξημερωνόταν, θα γινόταν φιλικό, ακόμη και χαρούμενο, σ’ ένα πάρκο, σ’ έναν δρόμο, σε μια οποιαδήποτε ανοιχτωσιά, όπου κανείς δεν θα το πλήγωνε ούτε θα το κυνηγούσε· αλλά εδώ είναι όλα τους μοχθηρά, ακόμη κι επιθετικά, και συχνά μας υπνωτίζουν. Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, κάτω απ’ αυτές τις σκιές, έχουν τον τρόπο τους να μας πολεμάνε: κάτι μας τρομάζει, κάτι μας ανησυχεί, κάτι μας πιέζει, και νιώθουμε τη ναυτία του δάσους, και θέλουμε να ξεφύγουμε και ξεστρατίζουμε απ’ τον δρόμο μας, και γι’ αυτόν τον λόγο χιλιάδες εργάτες δεν ξαναβγήκαν ποτέ αποδώ … » (Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα, Η ρουφήχτρα, μτφρ. Δήμητρα Παπαβασιλείου, Αθήνα, Στιγμός, 2021, σ. 249).

Οι εργάτες του καουτσούκ πάντα γεύονται την έχθρα της ζούγκλας ως αποπροσανατολισμό. Ο αποπροσανατολισμός στη βρεφική ηλικία του είναι άγνοια για τον τόπο (πού είμαι; προς τα πού να πάω;). Στη νηπιακή ηλικία του είναι άγνοια για τον χρόνο (τι μέρα είναι; πόσος καιρός έχει περάσει;). Στην εφηβική ηλικία του είναι άγνοια για την πραγματικότητα (αισθάνομαι ή ιδεάζομαι;). Και στην ωριμότητά του είναι άγνοια για το νόημα των πραγμάτων (γιατί να πορεύομαι; γιατί να προσπαθώ; γιατί να ζω;). Όταν χάνεται το νόημα των πραγμάτων, τότε πέφτει κάθε άμυνα απέναντι στο μεγαλείο του απάνθρωπου, που επιβάλλει σε όλα το δικό του νόημα. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντιτάξει τίποτα σε τίποτα, διότι καθετί απάνθρωπο — πολλώ δε μάλλον στον ναό του απάνθρωπου, που είναι η Φύση — το συνιστά ένα σύνολο μυστηρίων, ένα σύνολο κρύφιων τινών με άγνωστη ταυτότητα, άγνωστη καταγωγή και άγνωστη λειτουργία. Αυτό είναι το πρόβλημα με τη Φύση: παρέχει στον άνθρωπο όση γνώση μπορεί ν’ αποκτήσει, αλλά δεν του δείχνει πώς να μαθαίνει, δεν του διδάσκει ούτε τον περιμένει, μονάχα του επιτρέπει να αντιληφθεί τις επιδράσεις της πάνω του, όταν έχουν ήδη συντελεστεί.

Στη μέση της θάλασσας φαίνεται μονάχα ένα απέραντο γαλάζιο τη μέρα και ένα απέραντο μαύρο τη νύχτα. Αρκεί να πέσει ένα πετραδάκι μες στο νερό για να ορμήσουν από το πουθενά τα κήτη, νομίζοντας ότι ο παφλασμός προκαλείται από κάποιο αβοήθητο θήραμα, που μπορούν να το αρπάξουν μέσα σε δευτερόλεπτα, χωρίς να σπάσουν καν το φράγμα της επιφάνειας. Πρέπει κανείς να θυμάται πάντα «τη λεπτότητα της θάλασσας· πώς τα πιο τρομακτικά πλάσματά της γλιστρούν κάτω από το νερό, αφανή ως επί το πλείστον και κρυμμένα ύπουλα κάτω από τις πιο όμορφες αποχρώσεις του κυανού» (Χέρμαν Μέλβιλ, Moby-Dick or, The Whale, Vol. I, Λονδίνο, Constable, 1922, σ. 348). Η θάλασσα ίσως είναι κάπως πιο αθώα από τη ζούγκλα. Τουλάχιστον εκείνη δεν προσκαλεί κανέναν, ούτε ακόμα και για να τον καταβροχθίσει. Ο θαλασσοπόρος εξαρχής αποποιείται την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να προσανατολιστεί, διότι η θάλασσα δεν έχει μονοπάτια. Χωρίς χάρτες, χωρίς πυξίδες, χωρίς τον αέρα και τ’ άστρα, είναι αδύνατον να διασχίσει κανείς τον ωκεανό, ενώ η ζούγκλα — και κάποια όρη επίσης — έχει μονοπάτια ανάμεσα στα δέντρα της, κι ας αργεί ο άνθρωπος να καταλάβει ότι είναι απλώς σχισμές ανάμεσα σε δόντια.

Η έρημος μοιάζει με τη θάλασσα. Είναι κι εκείνη «τόσο μεγάλη, που κανείς δεν μπορεί να τη γνωρίσει ολόκληρη. Οι άνθρωποι πηγαίνουν στην έρημο και είναι σαν τα καράβια στη θάλασσα, κανείς δεν ξέρει πότε θα επιστρέψουν» (Ζαν-Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό, Désert, Παρίσι, Gallimard, 1980, σ. 169). Όλοι αυτοί οι τόποι που η περιπλανητική βία των ανθρώπων δεν φτάνει να τους χαλάσει σιγουρεύουν την παρθενία τους προσβάλλοντας την εγγενή ανάγκη για επιστροφή. Έτσι, παρθένος δεν είναι ο τόπος όπου δεν έφτασε κανείς, αλλά ο τόπος απ’ όπου δεν επέστρεψε. Παρθένος είναι ο τόπος που διατηρείται πλήρης από μόνος του, αδιατάρακτα εκτατός στον χώρο του και στον χρόνο του. Ο άνθρωπος βρίσκει άγνωστο αυτόν τον τόπο, επειδή δεν έχει κανένα παρελθόν εντός του — εισέρχεται ρισκάροντας να χτίσει ένα μέλλον. Εικάζει ότι θα παρατηρήσει πώς λειτουργούν τα πράγματα εκεί και θα ονομάσει την προσαρμογή του τεχνική· εικάζει ότι θα εντοπίσει σημεία που ξέφυγαν από την έχθρα της Φύσης και θα τα ονομάσει μονοπάτια. Κι αν πεθάνει προσπαθώντας, θα μείνει ένα σύνολο δεδομένων για τους επόμενους που θα ’ρθουν. Αλλά δεν μένει τίποτα, διότι δεν υπάρχει επιστροφή και άρα δεν υπάρχουν επόμενοι. Στους παρθένους, απάνθρωπους τόπους, ακόμα κι αν εισέλθουν μυριάδες άνθρωποι, καθένας τους θα είναι πάντα ένας πρώτος-και-τελευταίος.

Ο άνθρωπος αγαπάει τη Φύση μόνο όταν εντοπίζει πάνω της δεσμούς με τον πολιτισμό του, στον οποίο δύναται να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή. Ο πολιτισμός στον οποίο ποθεί πάντα να επιστρέψει δεν είναι (ή δεν είναι αποκλειστικά) εκείνο το συγκρότημα από τα υλικά και άυλα, κατά κανόνα λειτουργικά οικεία που αποτελεί την εκάστοτε κοινότητά του — άλλοι άνθρωποι, συνήθειες, χτίσματα — αλλά το ιστορικό παρελθόν. Η Φύση μες στην οποία δύναται να υπάρξει ο άνθρωπος είναι σπαρμένη με ερείπια. Εκείνη από μόνη της δεν έχει χρόνο, μόνο ο άνθρωπος έχει, και τα ερείπια μεταφέρουν τον χρόνο του ανθρώπου στη Φύση χωρίς να αμφισβητούν απροκάλυπτα την εξουσία της. Κάθε άλλο· τα ερείπια ανθρωποποιούν και χρονοποιούν τη Φύση, δηλαδή την ιστορικοποιούν. Της στερούν την απανθρωπία της και την εξαναγκάζουν σε μια επιφατική έκφραση της ισχύος της, σαν να την εμπαίζουν. Το ερείπιο, το εγκαταλειμμένο οικοδόμημα το οποίο τάχα χωνεύεται από το φυσικό τοπίο, μοιάζει με τον πομπό που τοποθετούν οι βιολόγοι κάτω από τη σάρκα των άγριων ζώων — το ζώο παραμένει ελεύθερο στο περιβάλλον του, αλλά ο άνθρωπος το παρακολουθεί, κι ας μην το κρατάει κλεισμένο σε ένα κλουβί. Ένα κομμάτι του ζώου δεν είναι πια δικό του, ακόμα κι αν το γεγονός αυτό δεν έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητά του, στο τι και το πώς των ειρηνικών ημερών του. Παρότι οι ημέρες αυτές μετρώνται από κάποιον.

Τα ερείπια ξεπροβάλλουν, λοιπόν, μέσα στο φυσικό τοπίο, που τα έχει αφομοιώσει. Το φυσικό τοπίο είναι το μέλλον των ερειπίων. Η αραβίδοψη, με το υπέροχο, τοσοδούλικο γένωμά της, και ο ανθεκτικός στον καρκίνο λύκος που έχουν εξαπλωθεί στο Τσερνόμπιλ είναι μόνο ένα δείγμα της Φύσης που πάντα ανακαταλαμβάνει τους ερειπωμένους τόπους του ανθρώπου, ακόμα κι αν τους της άφησε κατεστραμμένους. Κι αυτό είναι πάντα κάτι θαυμάσιο· το μέλλον είναι σαν μια επτασφράγιστη πόρτα, που στην κλειδωνιά της, αντί για κάποια οπή, υπάρχουν μοτίβα. Όποιος κρυφοκοιτάξει μέσα σ’ αυτή την κλειδωνιά των μοτίβων θα δει μονάχα ένα πράγμα στην άλλη πλευρά: τη Φύση· και θ’ απομείνει να θαυμάσει τη δύναμή της.

Μα είναι εξίσου θαυμάσιο το γεγονός ότι, όπως το φυσικό τοπίο είναι το μέλλον των ερειπίων, έτσι και τα ερείπια είναι το παρελθόν του φυσικού τοπίου. Τα ερείπια μαρκάρουν για πάντα τη Φύση με την ανθρώπινη Ιστορία, είναι ο πομπός κάτω από τη σάρκα της που τη συνδέει με τον πολιτισμό. Αυτός ο δεσμός υποβιβάζει τη Φύση, αλλά προβιβάζει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος βρίσκει εκεί, σ’ αυτά τα ερείπια του παρελθόντος, την εικόνα ενός κατακτημένου τόπου που δεν είναι πια λειτουργικός. Η λειτουργικότητα είναι το βάρος του ζωηρού πολιτισμού του, εκείνο το οποίο, ακριβώς επειδή το έχει απόλυτη ανάγκη, αισθάνεται πως τον πνίγει, τον περιορίζει με την αειφορία του. Έτσι, όταν βρίσκεται στο φυσικό τοπίο και περιηγείται στα ερείπια, βρίσκει κάτι που γνωρίζει απόλυτα, αλλά απελευθερωμένο από ό,τι το βαραίνει, δηλαδή σε μια μορφή σχεδόν ιδανική.

Η Τιπαζά είναι ένα ακατάπαυστο πίσω, όχι ένα μπροστά. Είναι το δικαίωμα του κατακτημένου παρελθόντος απογυμνωμένου από τη βαριά περιβολή του οφέλους, που σπρώχνει κουραστικά προς τα μπρος. Το καθάριο πίσω του ερειπίου μέσα στη Φύση δεν παρέχει οφέλη, δεν παρέχει γνώση. Παρέχει, αντίθετα, αυτό το οποίο αρνείται να παρέχει η Φύση δίχως ερείπια: τη διαδικασία της γνώσης, τον τρόπο της. Μόνο σε αυτό το υβριδικό, «πολιτισμένο» φυσικό τοπίο ο άνθρωπος μαθαίνει να μαθαίνει. Μαθαίνει να μαθαίνει, διότι έχει απαλλαγεί από την έμμονη έγνοια για το μπροστά, για το άγνωστο που κυνηγούν οι πόλεις του, και ταυτοχρόνως έχει απαλλαγεί από την κρυψίνοια της παρθένας Φύσης. «Εδώ, αφήνω σε άλλους την φροντίδα για την τάξη και το μέτρο. Η μεγάλη ακολασία της φύσης και της θάλασσας με κυριεύει ολοκληρωτικά. Σε τούτο το γάμο των ερειπίων και της άνοιξης, τα ερείπια ξανάγιναν πέτρες και, χάνοντας τη γυαλάδα που τους επέβαλε ο άνθρωπος, ξαναγύρισαν στη φύση. […] Όπως αυτοί οι άνθρωποι που η πολλή γνώση επαναφέρει στο Θεό, έτσι και τα πολλά χρόνια επανέφεραν τα ερείπια στον οίκο της μητέρας τους. Σήμερα πάντως το παρελθόν τους τα εγκαταλείπει και τίποτα δεν τ’ αποσπά από τούτη τη βαθιά δύναμη που τα ξαναφέρνει στο κέντρο των πραγμάτων που καταρρέουν» (Αλμπέρ Καμύ, «Γάμοι στην Τιπαζά», στο: Γάμοι, μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008, σσ. 17–18).

Επιτέλους, ο άνθρωπος βρίσκει έναν τρόπο να επιτελέσει επιστροφή από την επικράτεια του απάνθρωπου. Είναι, βέβαια, η επιστροφή του κύκλου, η επιστροφή εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, η επιστροφή εκεί απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ. Το φυσικό τοπίο που μεταβολίζει τα ερείπια αποβάλλει τον Θεό. Το κατακάθι της ύπαρξης, απαλλαγμένο από καθετί ωφέλιμο παρεκτός του τρόπου, είναι ένα τέλος τέλειο, δηλαδή η μόνη αρχή. Απάνθρωπο και ανθρώπινο, ανθρώπινο και απάνθρωπο δεν αμιλλώνται πια, αλλά ισοφαρίζουν. Ο Θεός είναι η ισοφάριση. Κι ο άνθρωπος, που επιστρέφει στον Θεό, κατέχοντας τώρα και τη γνώση και τη μέθοδο της γνώσης, ξεπερνά το τελευταίο εμπόδιο της κίνησής του: τον χρόνο. Ο κοπιώδης γραμμικός χρόνος του πολιτισμού δεν τον δεσμεύει πια, ο μάταιος κυκλικός χρόνος της Φύσης δεν τον εχθρεύεται· η προοπτική του εξίσου ιστορική και ανιστορική, η θέση του εξίσου κυριαρχική και δουλική· η παγίωση του ενός παρελθόντος είναι το εργαλείο για την κατάκτηση των αρίφνητων μελλόντων, που ξεπηδούν μπροστά στα μάτια του όπως τα χρώματα του φωτός μέσα από το πρίσμα.

Μα δεν είναι μόνο η εικόνα των ερειπίων στο φυσικό τοπίο εκείνο που οδηγεί τον άνθρωπο σε αυτή την ανοιχτωσιά. Πάντα πρέπει να υπάρχει, σαν προστατευτική μεμβράνη, η εικόνα της θάλασσας κάπου γύρω. Επειδή «η θάλασσα πάντα ξύπνια,/ η θάλασσα ξύπνια και τώρα μεσημέρι/ όταν όλοι αναπαύονται εκτός από μένα και σένα/ (ή εκείνον που δουλεύει μεροδούλι, έξω)/ μου προσφέρει καλλίτερα από οποιοδήποτε πρόσωπο/ ή πράγμα την συνείδησή σου,/ θεέ που επιθυμείς και επιθυμείσαι,/ που αναβλύζεις, ξάγρυπνος,/ επόπτης της επαρκούς σχόλης,/ της σκιάς και του φωτός, σε αναλυωμένη παλίρροια,/ αναλυωμένος σε παλίρροια … » (Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, «Ξυπνητός μεσημέρι» (απόσπασμα), στο: Θεός που επιθυμείται κι επιθυμεί, μτφρ. Κώστας Ε. Τσιρόπουλος, Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1984, σ. 36). Μονάχα ένα ορίζει τον άνθρωπο και ένα πρέπει να διατηρεί μέσα του, όχι και τη στιγμή της παντοδυναμίας του, αλλά κυρίως τη στιγμή της παντοδυναμίας του: το γεγονός ότι γεννήθηκε. Αυτά τα άγνωστα, ανεξέλεγκτα, ανήμερα, μυστήρια νερά τού θυμίζουν ακριβώς πού διαμορφώθηκε ως άτομο (στον αμνιακό σάκο) και αφετέρου πού διαμορφώθηκε ως είδος (οτιδήποτε ζωντανό υπάρχει σ’ αυτή τη Γη ήταν κάποτε ένα μόριο άνθρακα κάτω από βράχια βαθιά μέσα στα νερά που κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη τη σφαίρα).

Απ’ όλα τα απάνθρωπα τοπία, η θάλασσα είναι το μόνο όπου ο άνθρωπος δεν δυσανασχετεί, διότι το άγνωστό της του είναι απολύτως γνωστό: είναι η γέννησή του (ο τρόπος της, η αιτία της, ο σκοπός της). Είναι μια απορία δίχως απάντηση, σαν την τρέλα, αλλά η αποστέρηση της απάντησης εδώ είναι δύναμη, σαν την ποίηση που κατακυριεύει τη γλώσσα των μάγων και των προφητών. Αν οι φωτισμένοι ποιητές, όπως ο Κέις ιμπν αλ-Μουλάουβα (ο Μαντζούν, ο τρελός ποιητής) ή ο Χριστός αποτραβήχτηκαν στην έρημο, το έκαναν επειδή τους θύμιζε τη θάλασσα και την ίδια στιγμή τους παρείχε μια στεριά, ένα καταφύγιο φιλικό για το ανθρώπινο σώμα — όχι το δικό τους, μα των άλλων. Το καταφύγιο στην έρημο, σε αντίθεση με τη θάλασσα, είναι προσβάσιμο στους άλλους. Στους άλλους που μπορούν να καταστούν επόμενοι, εφόσον ο ποιητής βρήκε τον τρόπο του να επιτελεί επιστροφή.

Μα αν είναι παρθένος ο τόπος, όχι όπου δεν φτάνει κανείς, αλλά απ’ όπου δεν επιστρέφει, τότε ο τόπος, όχι απ’ όπου δεν επιστρέφει κανείς, αλλά όπου δεν φτάνει είναι ερειπωμένος. Ό,τι είναι για τον άνθρωπο τα απάνθρωπα τοπία της Φύσης (που καταφέρνει να τα κατακτήσει επιστρέφοντας στον Θεό) το ίδιο είναι και τα υπεράνθρωπα τοπία του πολιτισμού: οι μητροπόλεις. Μα οι μητροπόλεις δεν έχουν ερείπια. Έχουν κάτι χειρότερο: τα μνημεία. Τα μνημεία δεν είναι ερείπια, όχι με τη στενή έννοια, επειδή είναι λειτουργικά. Η λειτουργία τους μπορεί να αλλάζει ή να εμπλουτίζεται μέσα στα χρόνια, αλλά είναι όλα τους τόποι όπου μπορεί κανείς να βγει και να μπει επιτελώντας έναν σκοπό. Ωστόσο, δεν φτάνει κανείς σε ένα μνημείο, μονάχα περνάει και δρα. Κανείς δεν ζει, κανείς δεν καταλύει μες στα μνημεία. «Κανείς δεν ζει μέσα σ’ ένα παλάτι», είπε κάποτε στον Τέοντορ Φοντάνε ο πατέρας του έξω από το Berliner Schloss.

Οι καθεδρικοί, τα παλάτια, τα μουσεία. Ίσως ακόμα και τα κοιμητήρια, ακόμα και κάποιοι κήποι. Τέτοιοι είναι οι κήποι του Μπόμπολι και του Μπομάρτσο. Στους κήπους του Μπομάρτσο δεσπόζει ένας από τους ελέφαντες του Αννίβα, που φαίνεται κληροδότησε στους Ιταλούς μια εμμονή γύρω απ’ αυτά τα υπέροχα ζώα, που έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν ο Πάπας Λέων Ι΄ (ή Τζοβάνι των Μεδίκων) απέκτησε έναν κατοικίδιο ελέφαντα, τον Άννο, ή αλλιώς τον μικρούλη (τρόπος του λέγειν) Αννόνε του, για τον οποίο ο Πιέτρο Αρετίνο έγραψε ένα σονέτο που, σε μια άλλη εποχή, θα τον έστελνε στον ίδιο δρόμο όπου έστειλε τον Μαντελστάμ εκείνο το ποίημα με το μουστάκι του Στάλιν. Αντ’ αυτού, του χάρισε τη δόξα, διότι ήταν Αναγέννηση. Η Αναγέννηση έβγαλε τον Θεό από το πανταχού και τον έβαλε στο εκεί. Αντικατέστησε την εμμένεια με την υπέρβαση. Δεν οικοδόμησε τους γιγάντιους, εχθρικούς καθεδρικούς, αλλά μετέβαλε την αντίληψη του επισκέπτη του. Μπορεί κανείς να φανταστεί τον προαναγεννησιακό άνθρωπο να γονατίζει μια χαρά, με όλη την ποταπότητα και τον φόβο του, μέσα σ’ αυτά τα αιχμηρά κτίσματα και να βρίσκει εξαιρετικά χρήσιμη τη μικρότητά του για τον σκοπό τον οποίο ήθελε τότε να εκπληρώσει. Κατόπιν, όμως, έμαθε να ξεχωρίζει τα πράγματα. Η Αναγέννηση επινόησε το άγχος του ανοίκειου αναδεικνύοντας το οικείο· επινόησε τη δυσφορία του μικρού αποκαθαίροντας το μεγάλο. Μέσα από καθετί προβάλλει ένα χεράκι που δείχνει ανένδοτο προς τα πάνω — του Πλάτωνα, του Ιωάννη του Βαπτιστή· δεν είναι η φιλοσοφία ή η θεολογία αυτό που επισημαίνουν, αλλά μια κατεύθυνση: το πάνω, όχι το γύρω. Για να επιτύχει την κατάδειξη της διαφοράς, τάχα με κλίση προς το φιλικότερο για τον άνθρωπο, η Αναγέννηση επινόησε το όριο. Το όριο στη γλώσσα του χώρου μεταφράζεται ως πολιτισμός. Ο πολιτισμός γιγαντώνεται με κατεύθυνση προς τα πάνω, κερδίζοντας ένα ύψος για χάρη του οποίου πρέπει αναγκαστικά να συρρικνωθεί σε πλάτος. Κι όσο συρρικνώνεται σε πλάτος τόσο στενεύει ο άνθρωπος, που είναι πλάσμα του πλάτους και όχι του ύψους, κι ο κόσμος του κάποια στιγμή δεν μπορεί να βαστάξει άλλον παρά εκείνον ως έναν και μόνο.

Για να πάρει κανείς μια ιδέα περί αυτού που συμβαίνει με τους καθεδρικούς, αρκεί να διαβάσει λίγο Ζέμπαλντ, τις πρώτες σελίδες των Δακτυλίων του Κρόνου, κάποιες σελίδες τού Άουστερλιτς. Για να καταλάβει, όμως, τι συμβαίνει με τους καθεδρικούς, καλύτερα να μελετήσει εκείνο το ποίημά του με τον Ματίας Γκρίνεβαλντ («Μετά τη φύση» / «Nach der Natur»). Εκεί ο Ζέμπαλντ καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με μια αυτοπροσωπογραφία όπου διακρίνει σ’ εκείνο το φευγάτο δεξί ματάκι του ζωγράφου «…πάντα την ίδια/ πραότητα, το ίδιο βάρος της θλίψης/ την ίδια ανωμαλία των ματιών, κεκαλυμμένη/ και βυθιζόμενη λοξά στη μοναξιά». Κι ωστόσο, το δεξί μάτι του Γκρίνεβαλντ, κρυμμένο πίσω από τη σκιά του κατεστραμμένου χαρτιού, κοιτάζει ψηλά — ομολογουμένως τόσο ψηλά, που το αριστερό δεν πρόκειται να το προφτάσει, αλλά δεν έχει σημασία (ή μπορεί και να έχει λίγη, καθότι το αριστερό έχει μόλις εγκαταλείψει την ευθυγράμμιση με τον θεατή). Η μοναξιά είναι εκεί ψηλά. Ο Γιοχάνες Τάουλερ είπε σ’ ένα κήρυγμα (ίσως σ’ ένα από κείνα για την Sonntag vor Septuagesima) ότι «το είναι του ανθρώπου έχει διαπεραστεί τόσο πολύ από τη Θεία ουσία, που χάνει τον εαυτό του μέσα της, όπως χάνεται μια σταγόνα νερό σ’ ένα βαρέλι δυνατό κρασί». Το νερό του ανθρώπου χάνεται στο αίμα του απρόσιτου.

Ο Θεός της μητρόπολης δεν είναι το χαρούμενο κατακάθι της Φύσης, είναι ο αφρός των πραγμάτων. Όποιος στέκεται ανάμεσα στα ερείπια του φυσικού τοπίου επιστρέφει στον Θεό, όποιος στέκεται μπροστά στον καθεδρικό της μητρόπολης οδοιπορεί προς Αυτόν. Στα ερείπια, στέκεται πάντα ανάμεσά τους, περιστοιχίζεται από συντρίμμια, όγκους πετρών, σβησμένα κατώφλια και κολονάκια, λέει, «πείτε μου, πέτρες, ω, μιλήστε, ψηλά εσείς παλάτια!» (Γκαίτε, Römische Elegien, I, Βόννη, A. Marcus und E. Weber’s Verlag, 1912, σ. 5). Εάν η Ρώμη δεν είχε γίνει ερείπια, ο ποιητής δεν θα είχε βιώσει ποτέ το αίσθημα της νοσταλγίας ούτε τη λαχτάρα για μια αποκάλυψη, και ποτέ δεν θα είχε συλλάβει μέσα του το δυνάμει της μεταβολής σε αγάπη. Τα ερείπια δεν είναι μνημεία διότι η μνήμη τους δεν είναι ζωντανή, η λειτουργικότητα αυτού που ήταν σχηματίζεται μόνο ως εικασία, όχι ως κληροδοτούμενη εμπειρία, τα ερείπια της Ρώμης είναι καλυμμένα από τα χορτάρια εξίσου του μύθου και της Ιστορίας και γι’ αυτό κάθε εμπειρία που τα προσεγγίζει είναι μια προσωπική εμπειρία. Εκεί ο άνθρωπος μπορεί να πει: «“Είν’ όλος/ ο Διόνυσος δικός μου”· και θαρρώντας/ στην κορυφή πως έφτασε, με λόγο/ με πράξη ή τρόπο κλείνει και στους άλλους/ τους δρόμος τ’ άγιου ανήφορου, όπου λάμπει/ η αγνή ψυχή του απάνω κόσμου ακέρια,/ που η Λευτεριά είναι Γνώση, η Γνώση Αγάπη,/ και πια απ’ τη Γνώση τούτη δεν είν’ άλλη … » (Άγγελος Σικελιανός, Ο τελευταίος Ορφικός Διθύραμβος ή Ο Διθύραμβος του Ρόδου, στο Άγγελου Σικελιανού Θυμέλη, τομ. Α΄, Αθήνα, Ίκαρος, 2003, σσ. 52–53).

Στη μητρόπολη, ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα μπροστά από καθετί, καθετί είναι ένα εμπόδιο στην πορεία του, που στέκει να το κοιτάξει στρέφοντας το κεφάλι ψηλά. Είναι η μόνη κατεύθυνση στην οποία μπορεί να στραφεί με την ψευδαίσθηση ότι αναζητά κάτι δικό του, διότι τριγύρω κάθε εμπειρία είναι κατειλημμένη. Όταν ο Φοντάνε περιηγείται στο Μίτε με τον πατέρα του, σ’ εκείνο το κεφαλαιάκι για τον Μάρτη του 1848 μέσα στο Von Zwanzig bis Dreissig: Autobiographisches (Φρανκφούρτη, Insel, 1987, σσ. 387–426), δεν συναντά τίποτα, ούτε παλιό οικοδόμημα ούτε νέο, ούτε πλατεία ούτε λεωφόρο, ούτε φανάρι ούτε δεντράκι, που να μην υπάρχει στη μνήμη των παιδικών χρόνων του και στη μνήμη του πατέρα του, κι ύστερα στη μνήμη των παππούδων του και των πατεράδων τους. Όλα αλλάζουν και τίποτα δεν έχει αλλάξει, αυτή η πόλη είναι απ’ άκρη σ’ άκρη καλυμμένη με τα ίχνη των γενεαλογιών, εγκλωβισμένων στις συλλογικές εμπειρίες. Κάτι πρέπει διαρκώς να υψούται για να ανακουφίζει τη λαχτάρα των νεότερων για το νέο. Οι νεότεροι λαχταρούν το νέο επειδή μόνο αυτό μπορεί να γίνει δικό. Πληρώνουν ένα τίμημα που δεν αντιλαμβάνονται — τη μοναξιά τους — για να αποκτήσουν οτιδήποτε μπορούν να ονομάσουν δικό τους, τόσο ισχυρή είναι η λαχτάρα τους.

Στέκονται μπροστά στα γιγάντια οικοδομήματα των μητροπόλεών τους, στην πέτρα και στο μέταλλο, και αισθάνονται μικροί, φοβισμένοι, κενοί και παγωμένοι (το φοβερό είναι ότι ξέρουν πώς αισθάνονται και δύνανται να φανταστούν πώς αλλιώς μπορούν να αισθανθούν — είναι μεταναγεννησιακοί). Δεν μπορούν να βρουν τον Θεό μέσα σ’ αυτούς τους μουσειακούς ναούς, δεν μπορούν να στοχαστούν για τη θνητότητα μέσα σ’ αυτά τα μουσειακά κοιμητήρια, δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά της ζωής μέσα σ’ αυτές τις ακαδημαϊκές πινακοθήκες. Το μόνο που μπορεί να βιώσει κανείς μέσα στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου είναι το δέος των επιτευγμάτων. Το μόνο που μπορεί να αποκομίσει είναι εικόνες μεθόδων. Η πρόοδος τον καταπλακώνει. Αναγνωρίζει τις διαφορές και τις αποστάσεις. Δεν υπάρχει η θάλασσα της επιστροφής ούτε η έρημος της σύζευξης. Η μητρόπολη είναι πάντα ηπειρωτική. Ο ηπειρωτικός Θεός είναι πάντα υψηλός και αγαλματοποιημένος, πλην όμως όχι γλυπτικός.

[Μπορεί να σκαρφιστεί κανείς ένα ανέκδοτο: Ο Σπινόζα, ο Καντ και ο Ντελέζ μπαίνουν σ’ έναν ναό την ώρα που ένας λετριστής κηρύττει από τον άμβωνα: «Αλήθεια σας λέω, ο Θεός είναι νεκρός!» («En vérité je vous le dis : Dieu est mort»). Ο πανικοβλημένος ιερέας φωνάζει στον λετριστή «μα το υπερβατικό δεν είναι το υπερβατολογικό!» («Le transcendant n’est pas le transcendental»). Ο Σπινόζα, ο Καντ και ο Ντελέζ κοιτάζονται μεταξύ τους και συνειδητοποιούν ότι είναι πεθαμένοι.]

Όπου και να σταθεί ο άνθρωπος βρίσκει κάτι άδειο από κάτι. Τα διάσπαρτα ίχνη του στη Φύση είναι άδεια από τους συνανθρώπους του, τα μελετημένα οικοδομήματά του στις μητροπόλεις είναι άδεια από τους θεούς του, συχνά βρίσκει ανυπόφορο το δίλημμα ανάμεσα στο ερείπιο της Φύσης και στο μνημείο της μητρόπολης, στο εσχατικό πίσω και στο εσχατικό μπροστά, στο βάρος — στ’ αλήθεια, στον εξαντλητικό πόνο — της επιλογής ανάμεσα στον μηδενισμό και στην επινόηση. Όλα απάνθρωπα είναι, καθετί με τον δικό του τρόπο, αντι-άνθρωπο ή υπεράνθρωπο. Τελικά, ο άνθρωπος πρέπει να διαλέξει αν τα κόκαλά του θα θαφτούν μέσα στη σιωπή του λειμώνα ή μέσα στον θόρυβο του οίκου. Δεν θα φρίκιαζε και τόσο πολύ ζυγίζοντας αυτή την απόφαση αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της αγάπης, η ανημποριά του να εξασφαλίσει τον ιδανικό επόμενο, που όλο και περισσότερο αρχίζει να αντιλαμβάνεται ως επιστραμμένο. Δεν είναι η επιλογή, μα το αποτέλεσμα της επιλογής. Δεν είναι η ελευθερία, μα η ελευθερία ως γνώση και η γνώση ως αγάπη.

Εδώ δεν χωράει, λοιπόν, η αγάπη του Γκαίτε; Η πρώτη από τις Ρωμαϊκές Ελεγείες είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι φαίνεται. Ο Γκαίτε μοιάζει με ένα είδος Καμύ. Η Ρώμη του ενός είναι η Τιπαζά του άλλου. Θα μπορούσε. Γιατί όχι; Αλλά υπάρχει πάντα το δυσοίωνο ενδεχόμενο αυτοί οι όγκοι ανθρώπινων υλικών που προσπαθεί να ανακρίνει επί ματαίω ο ποιητής να είναι ταυτοχρόνως ερείπια και μνημεία, να είναι ταυτοχρόνως Φύση και πολιτισμός. Τόσο τα ερείπια όσο και τα μνημεία, τόσο η δαμασμένη απανθρωπία της Φύσης όσο και η δαμασμένη απανθρωπία του πολιτισμού εκτοξεύουν μια τελευταία ριπή δηλητηρίου ενάντια στον άνθρωπο: την αγάπη. Πρέπει όλα να ξαναγίνουν και να ξαναγίνουν με αγάπη, κάθε πίσω και κάθε μπροστά πρέπει να προσεγγιστεί για την αγάπη, κάθε φόβος πηγάζει από την αγάπη, κάθε δύναμη πηγάζει από την αγάπη. Ο Σολωμός έβαλε τους πολιορκημένους του να ονομάσουν «τελευταία εχθρική δύναμη» τις γυναίκες τους, που τους χτυπούσαν καθώς πορεύονταν στο υψηλότερο όλων καθήκον με τα φοβερά όπλα της έγνοιας και της αγάπης, της συντροφιάς και του πένθους. Εκείνες νοιάζονταν γι’ αυτούς και εκείνοι νοιάζονταν γι’ αυτές. Πώς θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν μια απερίσπαστη οδοιπορία προς τον θάνατο με την έγνοια των αγαπημένων; Κι όταν ο θάνατος επιφέρει τη σωτηρία, η έγνοια των αγαπημένων ισοδυναμεί με την απώλεια της σωτηρίας. Η αγάπη είναι ήττα, πόλεμος και τυραννία. Η αγάπη είναι το δηλητήριο, το τραύμα και το εμπόδιο, η ματαίωση και η καταστροφή. Είναι υπέροχη, μα είναι και μάστιγα.

Όποιος μιλάει για την αγάπη δεν σφάλλει ούτε αποτυγχάνει· προτού ξεπεραστεί η αγάπη, πρέπει πρώτα να υπάρξει, προτού στραφεί κανείς ολοκληρωτικά στη σωτηρία, πρέπει να διακρίνει καθαρά αυτό που του τη στερεί. Πρέπει να γίνει ορατή η διαφορά. Χωρίς ορατή διαφορά δεν πραγματοποιούνται επιλογές ή μεταβάσεις. Γι’ αυτό η αναγέννηση (renaissance) και η μεταμόρφωση (transfiguration) είναι συνώνυμες. Ο Λοράν Μποβ (Albert Camus. De la transfiguration. Pour une expérimentation vitale de l’immanence, Παρίσι, Publications de la Sorbonne, 2014) ήξερε τι προσδιόριζε ως αναγέννηση στον Καμύ του τοπίου, του ερειπίου και του επιστροφικού ιερού. Η αναγέννηση είναι πάντα αναγέννηση της τραγωδίας. Μόνο εκεί είναι εφικτό να βρει ο άνθρωπος αυτό το απολύτως δικό του, αυτό το καθαρό γέννημα της φαντασίας του, που καμία δύναμη δεν το προσβάλλει ούτε το καταδυναστεύει. Γι’ αυτό είναι ζωτική και υπέροχη η φρίκη της αγάπης, την οποία ο άνθρωπος έχει ανάγκη για να προχωρήσει. Η αγάπη είναι σαν τον πόλεμο του Σανταγιάνα: «Μόνο οι νεκροί είναι ασφαλείς· μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου. […] Θα έπρεπε να κάνουμε ειρήνη με το γεγονός του πολέμου» (Soliloquies in England and Later Soliloquies, Λονδίνο, Constable and Company Ltd, 1922, σ. 102). Θα έπρεπε να κάνουμε ειρήνη με το γεγονός της αγάπης. Μόνο οι νεκροί είναι ασφαλείς — έχουν δει το τέλος της αγάπης.

Αυτό είναι το πρόβλημα: ενίοτε δεν καταφέρνει ο άνθρωπος να συνάψει ειρήνη με την αγάπη. Παραπλανημένος καταφεύγει σε ένα υποκατάστατο της ειρήνης, που είναι η απόσταση. Μα η απόσταση είναι διάρκεια. Οι άνθρωποι που δημιουργούν αποστάσεις ανάμεσα στον εαυτό τους και σε κάτι άλλο καταδικάζονται στη στασιμότητα. Σε μια συνθήκη όπου τίποτα δεν αλλάζει προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Όπου δεν υπάρχει τίποτα να κερδηθεί ή να χαθεί. Όπου δεν υπάρχουν κατευθύνσεις ούτε προς τα μπρος ούτε προς τα πίσω. Η απόσταση, για εκείνον που τη βιώνει, δεν είναι έκταση μα σημείο, είναι μια κατάλυση των προσδιορισμών για τις διαστάσεις του ανθρώπινου. Η απόσταση ως υποκατάστατο της ειρήνης κάνει τον αγαπημένο να μοιάζει αλλού, ενώ είναι εκεί, και εκεί, ενώ είναι αλλού. Το παρόν λιμνάζει σε μια διεστραμμένη εικόνα του αγαπημένου από το παρελθόν και μια φαντασίωση του αγαπημένου από το μέλλον. Ο χρόνος του ανθρώπου καταλύεται κι αυτό το καθαρτηριακό που απομένει γίνεται η εποχή του.

Η εποχή του — λέξη ταξινομική — είναι το κατάλυμα που επιλέγει όταν δεν θέλει να πάει ούτε μπροστά ούτε πίσω. Για να το επιτύχει, χρειάζεται την παράδοση. Η παράδοση έρχεται από κάπου πίσω, βεβαίως, αλλά δεν κινείται προς ακόμα πιο πίσω, και οπωσδήποτε δεν ενσωματώνει τίποτα από μπροστά, εκτός από την ασφάλεια της διαμόρφωσής του, την ακολουθία ενός προτύπου. Η παράδοση είναι ένα τμήμα στον χρόνο του ανθρώπου που παγιώνεται μια κι έξω και διατηρείται πασίκλειστο. Λέγεται καμιά φορά για έναν άνθρωπο ότι είναι «παιδί της εποχής του» κι εννοείται πως ό,τι τον συγκροτεί ως άνθρωπο αρχίζει και τελειώνει σ’ ένα τμήμα του χρόνου, που καθεστοποιεί τον τρόπο ο οποίος το διαμόρφωσε. Λέγεται, παρομοίως, ότι ένας άνθρωπος «συνομιλεί με την εποχή του» κι εννοείται, λίγο πολύ, ότι αποστάζει εννοιολογικά αυτόν τον τρόπο. Όσοι θεωρούνται «πίσω» ή «μπροστά» από την εποχή τους έχουν απλώς άλλον τρόπο, που είναι πάντα δυναμικός και ποτέ καθεστοποιημένος. Λογικά, αυτοί θα έπρεπε να κρατούν απόσταση από την εποχή τους, αλλά δεν κρατούν καμία απόσταση, αντιθέτως, είναι μέσα από την εποχή τους που προβάλλουν για να αναπτύξουν δεσμούς με το πίσω ή το μπροστά. Την απόσταση την κρατούν μόνο όσοι παραμένουν ακριβώς μέσα στα όρια της εποχής τους, διότι απόσταση κρατά κανείς μόνο από το πίσω του ή το μπροστά του, όχι από το εδώ του.

Έτσι, εκείνος που κρατά απόσταση από τον αγαπημένο τον μετατρέπει σε παράδοση, για να είναι σε θέση να διατηρήσει αυτή την απόσταση, που τον γλιτώνει από τον κόπο της ειρήνης. Ο αγαπημένος δεν είναι πια αγαπημένος αλλά ένας παγιωμένος τρόπος. Ένας παγιωμένος τρόπος να ζεις, που συγκροτεί ό,τι είσαι, κρατώντας ό,τι θέλεις από το παρελθόν (δίχως ποτέ να ψάχνεις πιο πίσω) και διαμορφώνοντας όπως θέλεις το μέλλον (που είναι απλώς μια αναδίπλωση και όχι μια εξέλιξη). Το μόνο κακό που απομένει να διορθωθεί — αλλά δεν θα διορθωθεί — είναι η μνήμη, της οποίας η ταυτότητα παραμένει ανεξέλεγκτη. Δεν είναι ερείπιο η αγάπη που συνιστά την εποχή σου ούτε μνημείο — κάποτε θα γίνει ένα από τα δυο, αλλά στο εδώ σου τίποτα δεν εφαρμόζει. Κάποτε αρχίζεις να ξεχνάς.

Αρχίζεις να ξεχνάς λοιπόν. Όταν συλλογίζεσαι τον αγαπημένο, συνειδητοποιείς τρομαγμένος ότι δεν υποφέρεις αρκετά και πιέζεις τον εαυτό σου να υποφέρει κι άλλο. Σου λείπουν ήδη οι μέρες που πονούσες γι’ αυτόν· δεν αντέχεις στην ιδέα ότι θα ξυπνήσεις ένα πρωινό και δεν θα υπάρχει πια κανείς να πονάς γι’ αυτόν. Θα λες: Venez, chère grande âme, έλα, έλα πάλι σ’ εμένα, και φέρε και τον πόνο σου μαζί. Θα τον ονειρευτείς λίγες φορές, λίγες μονάχα, ύστερα από χρόνια, μα θα σου είναι αρκετό. Θα νιώθεις λες και η αφή σου θυμήθηκε τις παρειές του, λες και η όρασή σου θυμήθηκε τις εκφράσεις του, λες και η όσφρησή σου θυμήθηκε το άρωμά του. Θα τον ονειρευτείς ξαφνικά σ’ ολοζώντανα όνειρα που θα σε τρομάξουν, θα σκεφτείς πως κάτι σε προετοιμάζει να τον συναντήσεις πάλι, όπως η ψυχή του ανθρώπου προετοιμάζεται ξαφνικά για τις τελευταίες των ημερών, όπως το σώμα αναζωογονείται ξαφνικά για μία μέρα προτού πεθάνει. Θα ονειρευτείς, μα θα αφυπνιστείς. Δεν θα έχεις πια στάλα έχθρας γι’ αυτόν· μόνο ειρήνη και αγάπη. Θα θέλεις να πέσεις ταπεινωμένος στα γόνατα και να αγκαλιάσεις τα πόδια του, να του πεις πως είχε απόλυτο δίκιο πως θα επέστρεφες σ’ αυτόν μετανοημένος, παρόλο που ξέρεις ότι ποτέ δεν θα έκανε μια τέτοια σκέψη για εσένα, δεν θα τον απασχολούσε ποτέ αν έφευγες ή έμενες, αν επέστρεφες ή δεν επέστρεφες, μα δεν θα έχεις πια περηφάνια, όχι, θα έχεις υποφέρει πολύ για να επιθυμείς να τον συναντήσεις πάλι μόνο και μόνο για να του αποδείξεις πόσο πιστός παραμένεις στην άρνησή σου. Η άρνησή σου, το πιο δύσκολο κατόρθωμά σου, το πολυτιμότερο επίτευγμά σου. Την κατέκτησες βρίσκοντας στο τέλος του δρόμου το ίδιο κενό που βρίσκουν όλοι όσοι εκπληρώνουν ένα όνειρο. Δεν θα θέλεις πια να είσαι δυνατότερος, δεν θα θέλεις να είσαι σοφότερος, δεν θα θέλεις να είσαι καλύτερος, θα θέλεις να γίνεις πάλι ανόητος, παραπλανημένος, εμπαιγμένος, ελεεινός, θα θέλεις να τρελαίνεσαι από τον πόνο, όχι από τη σιωπή, θα θέλεις να τον μισείς, να τον κατηγορείς και να τον περιμένεις, να ελπίζεις να σε αγαπήσει ή να πάψεις να τον αγαπάς, θα θέλεις μονάχα να ελπίζεις σε κάτι, σε οτιδήποτε. Αν αυτός ήταν κάπου γύρω, θα μπορούσες να είχες χιλιάδες ελπίδες. Τώρα, που ξέρεις ότι είναι κάπου στον κόσμο μα όχι εδώ, δεν έχεις τίποτα. Νιώθεις άδειος, νιώθεις ανολοκλήρωτος, νιώθεις εσφαλμένος κι ενοχλημένος, σαν ένας άνθρωπος που τελειώνει το λουτρό του και δεν ντύνεται, που λερώνει τα δάχτυλά του με φαγητό και δεν νίβεται, τα χέρια σου θέλουν διαρκώς να αγγίξουν κάτι αόρατο, το στόμα σου θέλει συνεχώς κάτι αόρατο να γευτεί. Νιώθεις άδειο τον χώρο σου και τον χρόνο σου και τον σκοπό των αισθήσεών σου, οι αισθήσεις σου δεν είναι δικές σου μα του σώματος που σου λείπει, ό,τι κάνει το δικό σου σώμα το κάνει σαν να το κλέβει, επειδή αυτός δεν είναι εδώ. Αυτός δεν είναι εδώ και δεν έχεις ιδέα πού είναι, αν είχες ιδέα, θα επέστρεφες, θα επέστρεφες και θα ήταν σαν να πηγαίνεις για πρώτη φορά, το ξέρεις ότι δεν θα ήσουν πρώτος-και-τελευταίος γι’ αυτόν, μα θα ήθελες να γίνει αυτός πρώτος-και-τελευταίος για σένα. Διχάζεσαι για τα λόγια που μπορούν να περιγράψουν τι επικρατεί μέσα σου, «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις» ή «τα σπλαχνατου κ η θαλασσα ποτε δεν ισιχαζι», διχάζεσαι γιατί δεν ξέρεις αν αγάπησες αυτόν ή την παρουσία του, αν σου λείπει αυτός ή σου λείπει κάποιος, αυτός ο κάποιος που δεν θα το βρεις ποτέ γιατί αυτός ο κάποιος είσαι εσύ, Madame Bovary, c’est moi, και τέτοια. Πότε θα ησυχάσεις πια; Πρέπει κάπου να τελειώσεις. Κουράστηκες. Κουράστηκες. Licht, weniger Licht! Λιγότερο φως. Ο εχθρός σου το ξέρει ότι σου έγινε βαρύ το φως, μα δεν είναι αυτός ο εχθρός σου, είσαι εσύ. Θέλεις τόσο πολύ να τον ξεχάσεις επειδή νομίζεις ότι έτσι θα ξεχάσεις εσένα. Σημειώνεις κάπου «sublime» και «ultima» και τα παρατάς. Δεν είναι fin de siècle μα causa finalis. Είσαι ένας άλλος άνθρωπος σ’ αυτή τη γλώσσα, όπου γνωρίζεις να αρθρώσεις την επιστροφή και να συμβολοποιήσεις τον χρόνο καθεμίας φοράς που είδες τον αγαπημένο για τελευταία φορά. Ανίκανος να συνάψεις ειρήνη με τον αγαπημένο, τον έθεσες σε απόσταση, επεκτείνοντας τον πόλεμο μέσα σου επ’ αόριστον επειδή φοβόσουν τον θάνατο, κι ας ήταν αυτός η μόνη σωτηρία. Δεν θέλησες ποτέ να σωθείς, δεν θέλησες ποτέ να είσαι ασφαλής μήτε να κερδίσεις, θέλησες απλώς να μη χρειαστεί να παλέψεις, και διαλύθηκες στη θάλασσα του αγαπημένου σαν μια σταγόνα κρασί, και μακάρισες την έρημο, γιατί εκεί είχες τουλάχιστον κάπου να πατήσεις. Τώρα απόμεινες να συνομιλείς με τον καιρό σου: τη διηνέκεια-χωρίς-αυτόν, όπου θα παραμείνεις φυλακισμένος. Τώρα δεν είσαι παρά η πέτρα που απαντά στο κενό: Αποθανείν θέλω.