Δύο κείμενα
Ρωξάνη Νικολάου


199–

Βρίσκομαι σ’ εκείνη τη σοφίτα.
(Κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Ακούω την αναπνοή του.)
Τασάκια γεμάτα αποτσίγαρα, άδεια μπουκάλια και ποτήρια, μια κιθάρα κι ένα μπουζούκι στον καναπέ, λίγες καρέκλες ’δω κι εκεί, στη μια κάθομαι εγώ, έχει ξημερώσει για τα καλά, ακούγονται τα φορτηγά κι οι φωνές αυτών που φορτώνουν‒ξεφορτώνουν, ένας μεθυσμένος φωνάζει verdammte Welt

κι εγώ, όπως είπα, βρίσκομαι σ’ εκείνη τη σοφίτα εκείνου του οικήματος στην οποία φτάνεις

μέσω μιας εξωτερικής σκάλας αφού διασχίσεις μια μικρή απόσταση (δώδεκα γρήγορα βήματα),  και γίνεσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου αν η πόρτα ανοίξει μέσα στις νύχτες που τη χτυπάς.

Είναι μισοσκότεινα ένας δηλαδή σωστός φωτισμός ή σκοτισμός για να γράψεις άυπνη μ' επείγουσα, φριχτή ανάγκη ένα μακροσκελές γράμμα πάνω σε χαρτί υγείας αφού δεν βρίσκεις άλλο και να εξομολογηθείς για πρώτη φορά τον εθελούσια χαμένο σου εαυτό.

Ο ίσκιος της γιαγιάς μου, που την κάλεσα για να μου παρασταθεί, θα μου δώσει αργότερα τη δύναμη να βγω «στην παγερή/ ατέλειωτη/ βροχή/ μέσα στον κόσμο»

και να φτάσω στο παγωμένο μου δωμάτιο, καμιά μεταφορά, κυριολεκτικά παγωμένο, είναι μπελάς ο ενενηντάχρονος ιδιοκτήτης που μέχρι να κατέβουμε στο υπόγειο να γεμίσει το μπιτόνι και ν’ ανέβουμε, περνά δεν ξέρω πόση μαρτυρική ώρα, συχνά ξεμένω κι από λεφτά, στο άλλο δωμάτιο κοιμάται η Σονγκ Ιμ και στο παραδίπλα η Ουλρίκε κι όταν καταφέρω να κοιμηθώ ονειρεύομαι πως βρίσκομαι σε καταψύκτη κρεοπωλείου κι ολόγυρα στα τσιγκέλια κρέμονται σφαγμένα ζώα.

Όμως βρίσκομαι ακόμη στη σοφίτα, είμαι είκοσι-εικοσιενός και γράφω ένα σπαραχτικό αποχαιρετιστήριο γράμμα με το στυλό που ξέχασε ο ένας από τους μουσικούς που την προηγούμενη νύχτα μέχρι τα ξημερώματα πρόβαραν τραγούδια του Άκη Πάνου και του Τσιτσάνη.

Ένας από τους μουσικούς, ο Α., μια άλλη νύχτα που ξεροστάλιαζα στο παγκάκι απέναντι
με το βλέμμα καρφωμένο στην είσοδο, με είχε ρωτήσει κάτι που δεν θυμάμαι, θυμάμαι το τρυφερό του χάδι στα μαλλιά μου, σα φύσημα μακρόσυρτης θρηνητικής νότας, ύστερα πέρασε από μπροστά μου ένα ζευγάρι, η κοπέλα άφησε το χέρι του φίλου της ήρθε κοντά μου και με ρώτησε αν χρειαζόμουν κάτι μα τι να χρειαζόμουν,
ήταν θεόκλειστη η πόρτα του.


ΤΙ ΣΩΣΤΑ ΒΑΛΜΕΝΑ ΤΑ ΣΠΛΑΧΝΑ ΜΟΥ

Δεν μ’ αφήνει να ολοκληρώσω το κείμενο. Παρεισφρέει με ολόκληρο το τρεμάμενο κορμάκι της. Ολομόναχο μες στα συντρίμμια ενός τόπου, οι λίγοι επιζώντες περιπλανώνται μ’ ένα καπνιστήρι σ’ άλλους αιώνες. Όσοι οσμίζονται τον καπνό καταφεύγουν σ’ άγνωστες ερήμους.

Οι λέξεις οπισθοχωρούν άτακτα, περιδινούνται δίχως νόημα σε χαώδη νερά· ξεβράζονται άψυχες.
Μια εικόνα είναι, όχι κάτι το τρομερό, μια φευγαλέα εικόνα ανάμεσα στ’ άλλα γεγονότα. Προερχόμενη απ’ αυτόν ή από άλλον αιώνα. Ένα μικρό κορίτσι, εφτά ή εννιά χρόνων ολοαίματο μες στα χαλάσματα. Βρύα του σκεπάζουν τα βλέφαρα.
Είδε τους εχθρούς να γρυλλίζουν γυρεύοντας υπόλειμμα ζωής, λουλούδι, χρώμα, πέταγμα, θρήνο πνιχτό, να το λιανίσουν. Το πέρασαν για έν’ ασήμαντο ερωτηματικό, ένας έβγαλε μαχαίρι μα το μετάνοιωσε καγχάζοντας. Άλλος το είδε όπως ακριβώς ήταν: ένα δεντράκι παγωμένο απ’ τη φρίκη. Προσπέρασε, αφού του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά, έτσι του ήρθε φυσικό να κάμει.
«Λοιπόν άκουσε», του είπα, «εγώ είμαι έν’ ανίσχυρο πλάσμα στην πλάτη του χρόνου που αχάραγα θα με ξεφορτώσει στο κάρο του, να με ροκανίσει με την ησυχία του». Και δεν ντράπηκα και συνέχισα: «Η λύπη δεν μ’ εγκαταλείπει ακόμη και τώρα που μόλις σηκώσω τα μάτια αντικρίζω την ευδαιμονία του κήπου ν’ αγαλλιάζει στη βροχή. (Παρακάτω έν’ απέραντο σφαγείο). Πέφτοντας στο λάκκο της ύπαρξης αρπάχτηκα από 'να κλαδί, το ’πα κλαδί φωνής κι άρχισα να σχηματίζω άθλια γράμματα, σακατεμένα απ’ την πτώση.

Εντούτοις, θα ήθελα όσο τίποτε άλλο να πιστέψω πως μπορώ ν’ απλώσω το ξερό αυτό κλαδί μέχρι σ’ εσένα.

Ίσως ο καλός Θεός της οργής να με συντρέξει.