Κλίμα, Ι [fragmenta 31–62] / Μάιος 2024
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Track #31 / Ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος έχει επανειλημμένα διατυπώσει τη θέση ότι υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: όσοι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ογδόντα ξημερωνόντουσαν στα πατσατζίδικα της Βαρβακείου Αγοράς και οι υπόλοιποι. Επίσης, τον τελευταίο καιρό, εμμένει σε μια παρεμφερή θέση: όλβιοι όσοι βρέθηκαν στον κινηματογράφο Έλλη [έτος ιδρύσεως 1952, Ακαδημίας 64], την ίδια εκείνη εποχή, και μέθυσαν με την μινιμαλιστική μαγεία του Stranger than Paradise (1984). Το Μυθιστόρημα εμφορείται από το κλίμα που άπλωσε με ασπρόμαυρη γενναιοψυχία ο Jim Jarmusch (ερωτευτήκαμε, άλλωστε, την επιτομή της υπερμπλαζέ cuteness που άκουγε στο όνομα Eszter Balint) — και αξίζει να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι η εν λόγω Eszter Balint έμελλε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά (συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2022) να μας πάρει τα μυαλά με το πυρακτωμένο της project I Hate Memory!
Track #32 / Εκόντες άκοντες, στο Μυθιστόρημα συμμετέχουν φίλες και φίλοι του Συγγραφέα [Κώστας Τσώλης, Ευφροσύνη Μυτιληναίου, Χρήστος Capten, Λένα Μπαμπασάκη, Χλόη Ακριθάκη, Εύα Στεφανή, Θάνος Σταθόπουλος, Λίζη Καλλιγά, Γιάννης Τζώρτζης, Γιάννης Μιχαήλ, Γιάννης Κοιλής, Βάγια Γεωργούλα, Χριστίνα Παππά, Πέρης Μιχαηλίδης, Νικήτας Σινιόσογλου, μεταξύ άλλων — πότε με τα πραγματικά ονόματά τους πότε κεκαλυμμένοι πίσω από ονόματα επινοημένα]· επίσης, παρελαύνουν, επί της ουσίας και όχι εν είδει φιγουρατζίδικου name dropping, αγαπημένοι του συγγραφείς, ποιητές, μουσικοί, κινηματογραφιστές, εικαστικοί, φιλόσοφοι, στοχαστές [λόγου χάριν, και ενδεικτικώς: Guy Debord, Nick Cave, Marcel Duchamp, Lou Reed, Hegel, Bob Dylan, Roberto Bolaño, Immanuel Kant, David Foster Wallace, Jonas Mekas, Αλέξης Ακριθάκης, Γιάννης Κουνέλλης, Ε. Χ. Γονατάς, Βασίλης Στεριάδης, Σταύρος Τορνές].
Track #33 / Locations του Μυθιστορήματος: Πεδίον του Άρεως, Γαλακτοζαχαροπλαστείον Η Στάνη (Μαρίκας Κοτοπούλη 10)· Μαγέρικο Η Μυρτιά (Κερκύρας 34 και Αληθείας γωνία)· Νέο Άλαμουτ (οδός Σπετσών)· Στούντιο Θ.Σ. (οδός Ρόμβης)· Οικία Capten (περιοχή Αγίου Παντελεήμονος)· Ενδιαίτημα/Εργαστήριο Τσώλη (Κυψέλη)· Μεζεδοπωλείο Το Σχολαρχείο της Κυψέλης (Επτανήσου 18)· Μπαρ Au Revoir (Πατησίων 136)· Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (Διονυσίου Αρεοπαγίτου)· Θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4)· Καφέ-Μπαρ Το Κυψελάκι (Ιθάκης 2)· Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου (Πλατεία Αγίου Γεωργίου 8)· Κινηματογράφος Δαναός (Λεωφόρος Κηφισίας 109)· Γραφειόσπιτο Ακριθάκη (περιοχή Εξαρχείων). Το κλίμα που διακρίνει τα εν λόγω μέρη είναι κοκτέιλ ποιητικότητας, δυναμισμού, ήπιας έντασης, ακριβής φιλίας, περισσού θάλπους, μιας κάποιας νοσταλγικότητας, και μιας λίαν ελκυστικής προσμονής. Στα εν λόγω μέρη, ο χρόνος μοιάζει άλλοτε με ψιλόβροχο, άλλοτε με ουράνιο τόξο, και άλλοτε με ηδύ παφλασμό κυμάτων στη νήσο Αίγινα με το δείλι.
Track #34 / Καίτοι είναι τεταμένες, και μάλλον κυκλοθυμικού τύπου, οι σχέσεις του Συγγραφέα του Μυθιστορήματος με την προσωπικότητα και το έργο τόσο του Martin Heidegger (26.09.1889–26.05.1976) όσο και του Jean-Paul Sartre (21.06.1905–15.04.1980), ο λεγόμενος «γυαλάκιας του μέλλοντος» θα συναντήσει στα σκληρόδετα τετράδια Lechtturm1917, 145 x 210 mm, καντριγιέ, στα οποία, ως γνωστόν, ο Συγγραφέας συνθέτει το Μυθιστόρημα, πολλές μνείες στους δύο αυτούς στοχαστές, και επίσης κάμποσα παραθέματα από έργα τους.
Track #35 / Διατροφή του Συγγραφέα (αλλά και της Κρυφής Ηρωίδας, της μεταμοντέρνας Βεατρίκης — ας θεωρηθεί, προσώρας, ότι λέγεται Μαρία) κατά την διετούς διαρκείας σύνθεση του Μυθιστορήματος: Μακαρόνια με κιμά, κοτόσουπα, πατάτες τηγανιτές, χταποδάκι στα κάρβουνα, αβοκάντο, κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο, χωριάτικη σαλάτα, πατατοκεφτέδες, καλαμαράκια τηγανιτά, φραγκόσυκα, μιλφέιγ, χουρμάδες, σύκα Κύμης, λουκουμάδες, πίτες αλμυρές (πλην σπανακόπιτας), πράσινα μήλα, βανίλιες, ταχίνι, ψαρονέφρι, μπιφτέκι μοσχαρίσιο, πεπόνια, γερμάδες, σοκολάτες υγείας, γεμιστά, λαχανόρυζο, φιλέτο μοσχαρίσιο, πλατάρια, τονοσαλάτα, παστίτσιο, γουβαρλάκια, προφυτερόλ, μπιτόκ αλά ρους, μπάμιες.
Track #36 / Γράφει ο Martin Heidegger: “Das Aufschauen durchgeht das Hinauf zum Himmel und verbleibt doch im Unten auf Erde. Das Aufschauen durchmißt das Zwischen von Himmel und Erde’’ / «Το υψωμένο προς τα πάνω βλέμμα διατρέχει την απόσταση που μας χωρίζει από τον ουρανό, αλλά παραμένει πάνω στη γη. Αυτό το Ενδιάμεσο χορηγεί το μέτρο για το κατοικείν του ανθρώπου» [« … ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος … », μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πλέθρον, σ. 32–3].
Track #37 / Το κλίμα του Μυθιστορήματος διέπει η θέση [188]: «Όταν η τέχνη που έγινε ανεξάρτητη αναπαριστά τον κόσμο της με χρώματα εκθαμβωτικά, αυτό σημαίνει ότι μια στιγμή της ζωής γέρασε, και η όψη της ζωής, ακόμα και μ᾽ όλα αυτά τα εκθαμβωτικά χρώματα δεν γίνεται να ξανανιώσει. Της αρκεί να μπορούν να την αναγνωρίζουν στη μνήμη. Το μεγαλείο της τέχνης δεν αρχίζει να αχνοφαίνεται παρά μόνο στο λυκόφως της ζωής» [Guy Debord, Η κοινωνία του θεάματος, μτφρ. ΓΙΜ, εκδ. Μεταίχμιο, σ. 165].
Track #38 / Είναι μάλλον περιττό να ειπωθεί/γραφτεί ότι δεν θα ήταν εφικτή η εκκίνηση συνθέσεως του Μυθιστορήματος εάν δεν είχε υπάρξει το καταλυτικό, για τον βίο και την πολιτεία του Συγγραφέα, φιλμ Der Amerikanische Freund (1977) του Wim Wenders — ύμνος στη φιλία με έρωτος μαρμαρυγές στο ρυάκι του χρόνου, ενώ ο ήλιος γέρνει βάφοντας με πορτοκαλί τις φυλλωσιές, τρέχει ανεξέλεγκτο το Κατσαριδάκι κι ακούγεται το “Baby You Can Drive My Car’’ των Beatles.
Track #39 / Γράφει ο Jean-Paul Sartre: “Toute théorie sur la mémoire implique une présupposition sur l'être du passé. Ces présuppositions, qui n'ont jamais été élucidées, ont obscurci le problème du souvenir et celui de la temporalité en général. Il faut donc poser une bonne fois la question : quel est l'être d'un être passé ? Le bon sens oscille entre deux conceptions égaIe ment vagues : le passé, dit-on, n'est plus. De ce point de vue, il semble qu'on veuille attribuer l'être au seul présent. Cette présupposition ontologique a engendré la fameuse théorie des traces cérébraIes : puisque le passé n'est plus, puisqu'il s'est effondré dans le néant, si le souvenir continue d'exister il faut que ce soit à titre de modification présente de notre être ; par exemple, ce sera une empreinte présentement marquée sur un groupe de cellules cérébrales. Ainsi tout est présent : le corps, la perception présente et le passé comme trace présente dans le corps ; tout est en acte : car la trace n'a pas une existence virtuelle en tant que souvenir ; elle est tout entière trace actuelle’’ / «Κάθε θεωρία για τη μνήμη υπονοεί μια προϋπόθεση σχετικά με το είναι του παρελθόντος. Αυτές οι προϋποθέσεις, οι οποίες ποτέ δεν διευκρινίστηκαν, συσκότισαν τόσο το πρόβλημα της ανάμνησης όσο κι εκείνο της χρονικότητας γενικά. Θα πρέπει λοιπόν, μια και καλή, να θέσουμε την ερώτηση: ποιο είναι το είναι ενός παρελθόντος όντος; Η ορθοφροσύνη ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο απόψεις, εξίσου αόριστες: το παρελθόν, λένε, δεν είναι πια. Σύμφωνα με αυτή την άποψη φαίνεται πως θέλουν να αποδώσουν το είναι μονάχα στο παρόν. Τούτη η οντολογική προϋπόθεση γέννησε την περίφημη θεωρία των εγκεφαλικών ιχνών: εφόσον το παρελθόν δεν είναι πια, εφόσον έχει βουλιάξει στο μηδέν, τότε, αν η ανάμνηση συνεχίζει να υπάρχει, θα πρέπει να υπάρχει σαν παρούσα τροποποίηση του είναι μας· π.χ. θα είναι ένα αποτύπωμα σημαδεμένο σε παρόντα χρόνο πάνω σε μια ομάδα εγκεφαλικών κυττάρων. Έτσι όλα είναι παρόντα: το σώμα, η παρούσα αντίληψη και το παρελθόν σαν παρόν ίχνος μέσα στο σώμα· όλα είναι εν ενεργεία: γιατί το ίχνος δεν έχει μια δυνάμει ύπαρξη σαν ανάμνηση· ολόκληρη είναι τωρινό ίχνος» [Το είναι και το μηδέν, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Παπαζήση, σ. 179]
Track #40 / Το ότι ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος και η Κρυφή Ηρωίδα του, η μεταμοντέρνα Βεατρίκη, ονόματι προσώρας Μαρία, όπως σημειώθηκε, θα συναντηθούν δέκα έτη μετά την έναρξη/εκκίνηση της σύνθεσης του έργου στο Μουσείο Ακροπόλεως και θα προβούν σε οιονεί οξυδερκείς συζητήσεις και σε μια χορογραφία βλεμμάτων όχι και τόσο νεανικών πλέον, πάντως πάντα περιώνυμα χαριτωμένων, αποτελεί απόδειξη της εφικτής άρσης του χρόνου και της αποπομπής κάθε υστεροβουλίας από μια συνύπαρξη, έστω εφήμερη, δύο ισχυρών εγώ, δύο αδάμαστων προσωπικοτήτων.
Track #41 / Στο κλίμα του Μυθιστορήματος δεσπόζει η ανυπέρβλητη φράση: “Wenn die Philosophie ihr Grau in Grau malt, dann ist eine Gestalt des Lebens alt geworden, und mit Grau in Grau läßt sie sich nicht verjüngen, sondern nur erkennen; die Eule der Minerva beginnt erst mit der einbrechenden Dämmerung ihren Flug.’’ «Όταν η φιλοσοφία ζωγραφίζει το γκρίζο της πάνω σε γκρίζο [φόντο], τότε μια μορφή ζωής έχει κιόλας γεράσει — και με το γκρίζο πάνω σε γκρίζο δεν μπορεί να ξανανιώσει, αλλά μόνο να καταστεί εγνωσμένη· η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει το πέταγμά της μόνο την ώρα που απλώνεται το λυκόφως» [Hegel, Πρόλογοι και Εισαγωγές, μτφρ. Παναγιώτης Θανασάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σ. 195]
Track #42 / Στου Μυθιστορήματος το κλίμα, σύμφωνα με τις προτιμήσεις, αλλά και την κρυφή research του Συγγραφέα, ιδίως κατά τα φλογισμένα μερόνυχτα του Απριλίου του 2024, υπερέχουν τα χρώματα: μπλε (κάποιες αποχρώσεις του), πράσινο (ομοίως), ιώδες, σάπιο μήλο, κόκκινο/μαύρο (του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου), φούξια, πορτοκαλί, άσπρο (του Μαλέβιτς).
Track #43 / Μετά τους πρώτους τέσσερις μήνες της συγκατοικήσεώς τους στο Νέο Άλαμουτ, και τρεις μήνες πριν από το πέρας της, συνεπώς από τα μέσα Απριλίου του έτους 2024 και μετά, το κλίμα στο προσωρινά κοινό τους ενδιαίτημα είχε δονηθεί, αρχικά ανεπαισθήτως αλλά εν συνεχεία εντόνως (σε βαθμό που κάποιοι στενοί τους φίλοι είχαν θορυβηθεί, και είχαν εκφράσει με επιφυλακτικές νύξεις την ανησυχία τους) από μιαν αλληλουχία αλλαγών: ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος έμοιαζε να έχει αφήσει στην άκρη την τόσο χαρακτηριστική και επίμονη ευταξία του· η προσώρας λεγόμενη Μαρία περιφερόταν στα δωμάτια πότε απολύτως σιωπηλή και πότε συνθέτοντας αλαλάζουσα ένα εφήμερο και αυτοδιασπώμενο κολάζ από στίχους της Elizabeth Bishop, θραύσματα δοκιμίων της Louise Glück, και ατάκες από λατρεμένα της φιλμ· στοίβες βιβλίων σχημάτιζαν μιαν ετοιμόρροπη πυραμίδα στο τραπέζι εργασίας του Συγγραφέα, ομοίως και σε αυτό της Μαρίας· ο θερμοσίφωνας παρέμενε πεισματικά κλειστός, ενώ το πλυντήριο έμοιαζε να πλήττει από την αχρησία· η επέλαση της σκόνης ήταν ιλιγγιώδης, τα δε σταχτοδοχεία γέμιζαν με ρυθμούς οπλοπολυβόλου και δεν άδειαζαν σχεδόν ποτέ· αξύριστες ήταν για ολόκληρες εβδομάδες τόσο οι παρειές του Συγγραφέα όσο και οι γάμπες της Κρυφής Ηρωίδας του Μυθιστορήματος, ενώ οχληρές μυρωδιές ποικίλων ακατονόμαστων προελεύσεων έκαναν το Νέο Άλαμουτ να θυμίζει καταγώγιο σε δευτέρας διαλογής γουέστερν ή γραφείο νουάρ ντετέκτιβ της δεκαετίας του πενήντα.
Track #44 / Μολαταύτα και, θα μπορούσαμε να εικάσουμε, εν είδει αντισταθμίσεως στο χαοτικό κλίμα που επικρατούσε, οι Συγγραφέας & Κρυφή Ηρωίδα άρχισαν κάποια στιγμή να ενδίδουν εκ νέου, ολοένα και περισσότερο, στην στιβαρή γλώσσα ακριβείας των Hegel & Kant· ήτοι λογομαχούσαν και συμφιλιωνόντουσαν γερμανιστί, παρέθεταν με ακρίβεια —παρά τα δυνατά αλκοολούχα που το εν λόγω διάστημα κατανάλωναν αφειδώς και ασυστόλως— χωρία των κορυφαίων φιλοσόφων του Γερμανικού Ιδεαλισμού, αλλά και αγαπημένων τους δημιουργών όπως οι Thomas Bernhard και Peter Handke, ενώ, παραλλήλως, έβαζαν στο πικάπ, μια ο ένας και μια η άλλη, έργα αθάνατων Γερμανών και Αυστριακών μουσουργών, όπως, φέρ᾽ ειπείν, και σύμφωνα με μαρτυρίες εκνευρισμένων γειτόνων, οι Johann Sebastian Bach, Ludwig van Beethoven, Gustav Mahler, Arnold Schoenberg, Anton Webern, αλλά και οι Einstürzende Neubauten και οι Can.
Track #45 / Εάν εξαιρέσουμε/λησμονήσουμε, ως οφείλουμε, την χαοτική περίοδο ανάμεσα μέσα Απριλίου και μέσα Ιουλίου του έτους 2024, το ημερήσιο πρόγραμμα που αποφάσισε να τηρήσει με τη δέουσα αυστηρότητα ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος κατά τη διετή εργασία της συνθέσεως του έργου, έχει ως εξής: 06:00 / έγερση & πρωινό (πορτοκαλάδα, φρυγμένο ψωμί, ελιές, αβοκάντο, καφές. 06:30–07:00 / κατάρτιση κατάλληλης για το κλίμα της συγγραφής playlist στο Spotify. 07:00–12:00 / συγγραφή στο χέρι, με πένες Lamy LX 090 Marron και Kaweco ART Sport Hickory Brown με μελάνια Lamy Crystal T53 500 Topaz και Kaweco 50ml Caramel Brown 10002190, σε σκληρόδετα τετράδια Lechtturm1917, 145 × 210 mm, καντριγιέ, σε πολυτονικό. 12:00–14:00 / Διάλειμμα & γεύμα (συνήθως μοσχαρίσιο μπιφτέκι στον ατμό, βραστά λαχανικά, πράσινο μήλο, ή παραλλαγές: μοσχαρίσιο φιλέτο σενιάν, πράσινη σαλάτα, βραστά αβγά, αχλάδια, και πάει λέγοντας). 14:00–15:00 / Σιέστα. 15:00–19:30 / Επιμελής βιοποριστική εργασία (μετάφραση ή/και γράψιμο κειμένων για εφημερίδες & περιοδικά). 19:30–20:00 / Ημίωρο διάλειμμα, τσάι, ξελαμπικάρισμα. 20:00–23:00 / Επιμέλεια και πληκτρολόγηση σε μονοτονικό και στον επιτραπέζιο υπολογιστή των όσων έγραψε σε πολυτονικό και με το χέρι ο Συγγραφέας το πρωινό πεντάωρο (& ενδιαμέσως, κάποια στιγμή, για μισή ωρίτσα, ένα ελαφρύ δείπνο και ένα φρούτο). 22:00–01:00 / Ανάπαυλα (διάβασμα, ακρόαση μπαρόκ και τζαζ μουσικής, θέαση κάποιας παλιάς αγαπημένης ταινίας στον υπολογιστή). 01:30. Κατάκλιση. Αυτά κατά τις πέντε εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Δεν λείπουν συναντήσεις με στενούς αείζωους φίλους και οι, κατά τα ειωθότα για κάθε μετακαταστασιακό [post situationniste] δημιουργό που σέβεται τον εαυτό του, κραιπάλες.
Track #46 / Ήχοι που το Μυθιστόρημα λάτρεψε, λατρεύει & θα λατρέψει: φλοίσβος αλλά και παφλασμός κυμάτων· βορειοδυτικός άνεμος τεσσάρων έως πέντε μποφόρ (ιδανικά — αλλά και νοτιάς και γαρμπής), εν γένει άνεμος όπως τον κινηματογράφησε ιδιοφυώς ο Joris Ivens (18.11.1898–28.06.1989) στο φιλμ τεκμηρίωσης Une Histoire de vent, σε ηλικία ενενήντα ετών (!) μόλις έναν χρόνο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή· ραγδαία βροχή (τύπου ρίχνει καρέκλες)· σεσουάρ (πιστολάκι μαλλιών)· η μελωδία της τσιμινιέρας στο διάλειμμα· πλακουτσωτή πέτρα που κάνει «ψαράκια» στην παραλία Άγιος Γεώργιος της Νάξου ένα σούρουπο του έτους 1994· βατράχια που κοάζουν· το θρόισμα των φύλλων (και των φύλων)· το κλικ της Hasselblad στο Blow Up (1966)· ο εωθινός κότσυφας στο Νέο Άλαμουτ· φουρφούρισμα ουράς χαρταετού την Καθαρά Δευτέρα στο χωρίον Φιλώτι, μεσημέρι, με γέλια και αγάπες και χαρές· μπαλτάς που τεμαχίζει χοιρινές μπριζόλες ενόσω ακούγεται το “The Wind” από το άλμπουμ Chet Baker and Strings (Columbia, ημερομηνία κυκλοφορίας 14 Απριλίου 1954) και ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος που απαγγέλλει σε λούπα τον στίχο του Allen Ginsberg “Who killed the pork chops?’’ (από το επικό ποίημα “A Supermarket in California’’, το οποίο ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος επιβάλλει ανενδοίαστα να παρατεθεί εδώ ολόκληρο: What thoughts I have of you tonight, Walt Whitman, for I walked down the sidestreets under the trees with a headache self-conscious looking at the full moon. / In my hungry fatigue, and shopping for images, I went into the neon fruit supermarket, dreaming of your enumerations! / What peaches and what penumbras! Whole families shopping at night! Aisles full of husbands! Wives in the avocados, babies in the tomatoes!—and you, Garcia Lorca, what were you doing down by the watermelons? / I saw you, Walt Whitman, childless, lonely old grubber, poking among the meats in the refrigerator and eyeing the grocery boys. / I heard you asking questions of each: Who killed the pork chops? What price bananas? Are you my Angel? / I wandered in and out of the brilliant stacks of cans following you, and followed in my imagination by the store detective. / We strode down the open corridors together in our solitary fancy tasting artichokes, possessing every frozen delicacy, and never passing the cashier. / Where are we going, Walt Whitman? The doors close in an hour. Which way does your beard point tonight? / (I touch your book and dream of our odyssey in the supermarket and feel absurd.) / Will we walk all night through solitary streets? The trees add shade to shade, lights out in the houses, we'll both be lonely. / Will we stroll dreaming of the lost America of love past blue automobiles in driveways, home to our silent cottage? / Ah, dear father, graybeard, lonely old courage-teacher, what America did you have when Charon quit poling his ferry and you got out on a smoking bank and stood watching the boat disappear on the black waters of Lethe? [Berkeley, 1955].
Track #47 / Στις 29 Ιανουαρίου του 1922, ο Jean Cocteau γράφει για τον Arthur Rimbaud: Il a fait fleurir le monde comme un orage d’avril / Έκανε τον κόσμο να ανθίσει σαν καταιγίδα του Απριλίου. [Απόφανση που οδήγησε στη συγγραφή της Séquence Rimbaud, η οποία ενσωματώνεται περίοπτα στο Μυθιστόρημα].
Track #48 / Μια άλλη απόφανση, καίριας σημασίας για το Μυθιστόρημα, βρίσκεται στην πόλη Ρουέν, στο τοπικό κοιμητήριο, αποτελεί κύημα του Marcel Duchamp (28.07.1887–02.10.1968), και επιλέχτηκε από τον ίδιο ως επιτύμβιο επίγραμμα: D'ailleurs c'est toujours les autres qui meurent. Ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος σε μιαν από τις (λεγόμενες παιγνιωδώς από τους ίδιους) οξυδερκείς συνομιλίες τους, άκουσε έμπλεος θαυμασμού την Κρυφή Ηρωίδα του Μυθιστορήματος, την προσώρας ονομαζόμενη Μαρία, να διατείνεται, ανάβοντας με περισσή χάρη το στριφτό της τσιγάρο, ότι τη ρήση του Duchamp οφείλουμε να τη σκεφτούμε αγκαζέ με τη θέση 6.4311 του Ludwig Wittgenstein (26 Απριλίου 1889 – 29 Απριλίου 1951) που συναντάμε στη σελίδα 129 της ελληνικής μετάφρασης του κορυφαίου θραυσματικού έργου Tractatus Logico-Philosophicus (1921) από τον Θανάση Κιτσόπουλο (εκδ. Παπαζήση, 1978).
Track #49 / Ενθουσιασμένος, δύο εικοσιετράωρα μετά την περί Duchamp & Wittgenstein στιχομυθία, ο Συγγραφέας, σκαλίζοντας σε ράφια, κουτιά, φακέλους, και αρχεία, ανακάλυψε μιαν είκοσι σελίδων Α4 επιστολή του επιστήθιου φίλου του, και άλλοτε μαξιμαλιστή συγγραφέα Οδυσσέα Γεωργίου, που μετεστράφη στη τέχνη του μινιμαλισμού και του θραύσμαστος, την οποία (τέχνη) διακόνησε με εξαντλητική επιμονή, και στην οποία (επιστολή), γραμμένη στο χέρι και στην μπάρα του ποτοσχολαστηρίου Ένοικος, ο εν λόγω Γεωργίου, μολονότι θαρραλέα πιωμένος, λέει διαυγέστατα, μεταξύ άλλων: «Καίτοι, λοιπόν, ουδείς θα περίμενε από εμένα, και από έναν άνθρωπο σαν εμένα, από έναν Οδυσσέα και δη Γεωργίου, σήμερα, κοντά είκοσι χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση και επίσης κοντά είκοσι χρόνια μετά τα Δέκα Χρόνια Κομμάτια, και δέκα χρόνια μετά την Αναμνηστική Λήθη, έργα μπαρόκ και ολικά, αν και μεταμφιεσμένα, για λόγους που θα αποκαλυφθούν αφού εξιχνιασθούν, αργότερα, σε έργα τσαλακωμένα και τσακισμένα, ναι, ουδείς θα περίμενε από έναν Οδυσσέα Γεωργίου να βγει θαρρετά και να υπερασπιστεί το θραύσμα, το κομμάτι, το τεμάχιο, τη σκλήθρα, το απόσπασμα». Και, πιο κάτω: «Για μένα, τον Οδυσσέα Γεωργίου, τώρα πια το απόσπασμα, το fragment, το κομματιασμένο και το παραπεταμένο, το κέρμα. Για μένα, τον Οδυσσέα Γεωργίου, το πλέγμα, ο κάνναβος, το πρίσμα, το καλειδοσκόπιο, ό,τι κινδυνεύει, ό,τι απειλείται, ό,τι στιγματίζεται, ό,τι καταργείται». Για να καταλήξει, με ένταση, στην εξήγηση (η οποία όπως βλέπουμε παραπέμπει στον μείζονα Βιεννέζο στοχαστή): «Θραύσμα θραυσμάτων, τέλος! Διότι: η Φιλοσοφική Γραμματική του Ludwig Wittgenstein ήταν το βιβλίο που διάβαζε (βρέθηκε πάντως ανοιχτό στο τραπέζι της, στις σελίδες 84–85) η Ουλρίκε Μάινχοφ λίγο προτού βρεθεί νεκρή στο κελί της, στις 9 Μαΐου του έτους 1976, ημέρα Κυριακή, επισήμως ώρα 07:34, στη Φυλακή Stammheim».
Track #50 / Τριάντα χρόνια μεσολάβησαν από τη σύνταξη της επιστολής Γεωργίου και της εκκίνησης συνθέσεως του Μυθιστορήματος, και επιμελώς σκάλισε και πάλι ο Συγγραφέας σε χαρτιά, αρχεία, βιβλία, και πάει λέγοντας, επί ώρες, ώσπου εντόπισε το γερμανικό και το ελληνικό αντίτυπο του εν λόγω έργου του LW, και εν συνεχεία τα αποσπάσματα που είκασε (όχι και τόσο αυθαίρετα, είναι η αλήθεια) ότι υπογράμμισε στο δικό της αντίτυπό η Ουλρίκε Μάινχοφ, τα οποία και έσπευσε (ο Συγγραφέας) να αντιγράψει με την πένα Kaweco στο Lechtturm εργασίας. Έχουμε και λέμε: 1. Ich habe z. B. im vorigen Sommer auch in diesem Zimmer gewohnt. Aber wie weiß ich das, sehe ich es vor mir? Nein. Worin besteht dann das Erinnern in diesem Fall? Wenn ich, sozusagen, dem Grund der Erinnerung nachgehe, so tauchen auch einzelne Bilder meines früheren Aufenthalts in mir auf, aber doch nicht etwa mit ihrem Datum. Und auch ehe sie auf-getaucht sind und ehe ich verschiedene Zeugnisse in mir berufen habe, sage ich wahrheitsgemäß, ich erinnere mich hier durch Monate gewohnt und diesen Tisch gesehen zu haben. Das Erinnern ist also wohl nicht der geistige Vorgang, den man sichdarunter, auf den ersten Blick, vorstellen würde (εκδ. Basil Blatkwell, Oxford, 1969, σ. 85), και 2. Λ.χ., το προηγούμενο καλοκαίρι είχα μείνει σ᾽ αυτό το δωμάτιο. Αλλά πώς το ξέρω; Το βλέπω μπροστά μου; Όχι. Σε τι λοιπόν συνίσταται εδώ η ανάμνηση; Καθώς ψάχνω να βρω τη βάση της ανάμνησής μου, μεμονωμένες εικόνες της προγενέστερης παραμονής μου αναδύονται κι αυτές μέσα μου, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, αχρονολόγητες. Επίσης, πριν ακόμη αυτές αναδυθούν, και πριν φέρω διάφορες μαρτυρίες στο νου μου, λέω, χωρίς να πέφτω έξω, πως θυμάμαι νά ᾽χω μείνει εδώ για μήνες και νά ᾽χω ξαναδεί αυτό το τραπέζι. Το να θυμάσαι δεν είναι λοιπόν η νοητική διαδικασία που εκ πρώτης όψεως φανταζόμαστε (Φιλοσοφική Γραμματική, μτφρ. Κωστής Κωβαίος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1994, σ. 112).
Track #51 / Ο Συγγραφέας αναμημνίσκεται ολοζώντανα ότι το βλέμμα της Μαρίας γινόταν σαΐτα κάθε που διάβαζε δυνατά το ποίημα το οποίο (η ειρημένη Μαρία) είχε μόλις συνθέσει.
Track #52 / Όπως ο Συγγραφέας ενθυμείται, φέρνοντας στο νου του το κλίμα εκείνων των τελευταίων μηνών του έτους 2023 και των πρώτων του έτους 2024 — κλίμα άρσης της κοινοποιημένης διάλυσης (όπως την έλεγε ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης) ή κλίμα, τρόπον τινά, χαρτογράφησης του χάους (όπως τη χαρακτήριζαν οι λεγόμενοι «Heidegger του πεζοδρομίου») — εκείνη, ήγουν η μεταμοντέρνα Βεατρίκη, αιφνιδίως & εξαίφνης, ζητούσε & απαιτούσε (όχι μόνον από τον Συγγραφέα, αλλά και από όποιον βρισκόταν στα περίχωρα της υπάρξεώς της) χαρτί & μολύβι· το βλέμμα της, κατόπιν, έτεινε προς τον προστατευτικό ουρανό (ναι, ξέρουμε: sheltering sky), σούφρωνε τη γαλλική & ανθολογίας μύτη της, συνοφρυωνόταν λες και την διακατείχε μήνις, και συνέθετε ακαριαίως ένα έξοχο & έξαλλο ποίημα, το οποίο και θα κατέστρεφε / έσκιζε / πέταγε στη φωτιά, και τα λοιπά, εάν δεν φρόντιζε (ενίοτε δυναμικά, ακόμα και βίαια) να το σώσει ο Συγγραφέας, ο οποίος και μεριμνούσε, έκανε τα αδύνατα δυνατά εν συνεχεία, προκειμένου να πραΰνει τη μαινόμενη, ούτως ειπείν, ποιήτρια, να την οδηγήσει απαλά στου Μορφέα την αγκάλη, so zu sagen, ούτως ώστε την επαύριον, οπότε και η Μαρία, καθώς επανερχόταν σε αυτό (το διασωσμένο από τον Συγγραφέα) ποίημα, λαμποκοπούσε / στραφτάλιζε / φεγγοβολούσε ολόκληρη. Κάπως έτσι κυλούσαν τα εικοσιτετράωρα.
Track #53 / ταῦτα μὲν ἐν τῷ χειμῶνι ἐγένετο, καὶ [τὸ] δεύτερον ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.
Track #54 / … et plus tard, quand j’avais déjà des cheveux blancs, j’ai perdu le peu de raison que le long cours du temps, à grand-peine, avait peut-être réussi à me donner; pour une fille …
Track #55 / Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος έχει, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, ενστερνιστεί το άτυπο (συνήθως διατυπωμένο προφορικά στα καταγώγια της καταγωγής μας) δόγμα του επιστήθιου (ή/και άσπονδου) φίλου του, και κατά καιρούς λογοτέχνη, ΓΙΜ, «Ζούμε αυτά που γράφουμε, δεν γράφουμε παρά αυτά που ζούμε» (κατ᾽ άλλους, η διατύπωση έχει ως εξής: «Δεν καταδεχόμαστε να γράψουμε παρά μονάχα ό,τι έχουμε ζήσει»).
Track #56 / Όπως και οι πέτρες ξέρουν, ο Συγγραφέας δεν έπινε ποτέ εάν δεν ήταν ήδη πιωμένος, γεγονός που, όχι και τόσο παραδόξως, μας οδηγεί στο λεγόμενο παράδοξο του Ζήνωνος — ιδίως όπως το χρησιμοποίησε ο μείζων (κατά την γνώμη του Συγγραφέα) συγγραφέας Italo Svevo (Aron Hector Schmitz, 19.12.186 –13.09.1928) συγγράφοντας το περιλάλητο μυθιστόρημα Η συνείδηση του Ζήνωνα — και τα λοιπά, και τα λοιπά.
Track #57 / Ο Συγγραφέας, μολονότι φρόντιζε να εκδίδουν τα πονήματά του σοβαροί, σεβαστοί, και ιστορικοί οίκοι, προτιμούσε να διατηρεί στο εκάστοτε entourage του όχι λογίους και ανθρώπους του σιναφιού του αλλά πρόσχαρους αλήτες, προσηνείς μέθυσους, ταβλαδόρους που ζωγράφιζαν, ζωγράφους που έπαιζαν μανιωδώς σκάκι, αγέρωχα αγοροκόριτσα, καλοφαγάδες καπεταναίους, διασαλευμένους εν Χριστώ σαλούς, ημίτρελους χωρατατζήδες, νεαρότατους βιβλιομανείς, το άλας της γης (κατά τα γούστα του), γεγονός που χαροποίησε υπέροχα την υπέροχη Κρυφή Ηρωίδα του Έργου.
Track #58 / “Some Girls are Bigger than Others’’, σε λούπα· πλειστάκις, πολλάκις, πολλαχώς (όπως λέγεται και το ον), αυτό το άσμα των Smiths, από το The Queen Is Dead, το τρίτο στούντιο άλμπουμ τους (που κυκλοφόρησε το 1986, και δη στις 8 Ιουνίου, ημέρα που εορτάζεται η Αγία Καλλιόπη) στοίχειωσε το κλίμα της εφήμερης (αλλά από πολλές απόψεις πολυετούς, δεκαετούς τουλάχιστον — έχει άλλωστε ειπωθεί: «Όπου σταματάς για μια νύχτα, εκεί περνάς ολοκληρη ζωή» / Γιάννης Τζώρτζης) συμβίωσης του Συγγραφέα με την Κρυφή Ηρωίδα του Μυθιστορήματος.
Track #59 / «Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι / στο Poetry Bar. / Κονιάκ! … και μη μου πεις ῾῾κλείνουμε᾽᾽ παλιορουφιάνα / Ποτήρι και στον φίλο μας … Και μακρυά τα χέρια απ᾽ τον συναγερμό. / Τώρα θα δεις τι θα πει μεθύσι των νεκρών. / Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση / αλλά για αυτοπυρπόληση. / Κάθε πρωί εξαφανίζουμε τις στάχτες μας». Αυτό το ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη, ο οποίος τίμησε με τη φιλία του τον Συγγραφέα του Μυθιστορήματος, είναι ένα από τα 420 ποιήματα που αντάλλαξαν αυτός και η Κρυφή Ηρωίδα του Μυθιστορήματος, αντιγράφοντάς τα σε καντριγέ τετράδια, κάθε μέρα ένα ποίημα ο ένας και ένα η άλλη, εν είδει καλημέρας. Αργότερα, θα δούμε ποια ποιήματα και ποιους ποιητές θεώρησαν καλό να συμπεριλάβουν σ᾽ αυτή την ωραία ποιητική αντισφαίριση.
Track #60 / Ο Συγγραφέας του Μυθιστορήματος, καίτοι πράος & μειλίχιος & αβρός, περιβαλλόταν επί δεκαετίες από την ειδεχθή φήμη του εριστικού καβγατζή, του ανελέητου, απηνούς, αδίστακτου και σκληρού ανθρώπου· του ήταν ευφρόσυνα ευπρόσδεκτο, συνεπώς, το γεγονός ότι η λεγόμενη Μαρία από την αρχή φάνηκε απρόθυμη να συμμεριστεί τούτη τη mauvaise réputation.
Track 61 / En des cas pareils, il est sans indulgence ; et pourtant on peut dire que ces problèmes de compromission ou soumission se sont posés, un jour ou l’autre, comme fin de presque toutes ses relations. Il a laissé ces gens définitivement. Il en a trouvé d’autres. C’est ce qui fait que cet homme d’une générosité peu commune soit inscrit, dans la mythologie mondaine de l’après-guerre, comme l’homme sans aucune pitié [Asger Jorn, Guy Debord et le problème du maudit, 1964]
Track 62 / Φυσικά: χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ᾽ ἀεί· καθότι, I must be cruel only to be kind, τουθόπερ σημαίνει φοβερός από μειλιχιότητα. Η γραμμή είναι: Σοφοκλής / Shakespeare / Καρούζος.
Φωτογραφία του Γ.-Ι. Μ. με μηχανή Leica D-Lux 3