Μεταμορφώσεις του ποιητικού κλίματος: Πασχάλης Κατσίκας Νήσος Κίρκη, Αθήνα, εκδ. Δρόμων, 2024, σ. 58.
Μαγδαληνή Θωμά


 

Ένα σημειωματάριο βίου με μακρύ δρασκελισμό: έτσι φτιάχνεται το ποίημα στίχο τον στίχο. Στην αποσταγματική έκφρασή της, η ποιητική ματιά του Πασχάλη Κατσίκα ωριμάζει αποταμιεύοντας τη δυναμική των εποχών: τόποι και τοπία ανοιχτής μνήμης, ηλικιακά περάσματα, πρόσωπα και πράγματα — αγαπημένα αφιερώματα όλα. Στο σκιαγράφημά τους διασταυρώνονται σύμβολα, διατρέχονται αλληγορίες· και στους ανεξερεύνητους σταθμούς της ενηλικίωσης «στίβεται η ηλικία της αθωότητας», όπως λέει (σ. 26). Να είναι οι μεταμορφώσεις αυτές της ζωής παραλλαγές του ίδιου του ποιητικού κλίματος; Από το θερμό ρεύμα της παιδικής ηλικίας, στο ψυχρό απότοκο της ενηλικίωσης κι από κει και μετά σε μια διακύμανση θερμοκρασίας ολοένα: το υλικό του βίου γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο ύλη της ψυχής. Η μεταμόρφωση των πραγμάτων αποκαλύπτει και το βαθύτερο υπόστρωμα της ποιητικής του.

Πρώτα απ’ όλα, στηρίζει τον τίτλο. Με τους σύννομους όρους μιας πολυσημίας, το μυθολογικό σύμβολο της Κίρκης αποκτά μια επιπλέον συνδήλωση: είναι η μεταμόρφωση του παλιού σε κάτι καινούργιο, αλλά και η επώδυνη ενηλικίωση και φθορά μέσα από το διαλυτικό πέρασμα του χρόνου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο ακόμα, το όνομα της Κίρκης γίνεται τοπωνύμιο, περιγράφοντας μια ακριτική περιοχή αναμνήσεων για τον ποιητικό αφηγητή, ένα «ακατοίκητο» σημείο στην περιοχή του Έβρου, όπως σε μια ψυχική ενδοχώρα.

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσατσάγιας, που έκανε το σχέδιο του εξωφύλλου, θα σχολιάσει στο εσώφυλλο πως η Κίρκη σαν την Ποίηση υποβάλλει τον αναγνώστη σε μια δοκιμασία αναγνώρισης προκειμένου να ταξιδέψει στην πολυπόθητη Ιθάκη. Έτσι κι αλλιώς, οι αναγνωστικές διαδρομές διασταυρώνονται και διαχωρίζονται σαν τις ράγες ενός τρένου. Οι σταθμοί που ο λόγος διασχίζει, εγκαινιάζουν ξέχωρα διαδοχικά μέρη: οι τέσσερις ενότητες της συλλογής εισάγονται με ένα αρχικό ποίημα που πλαγιογραφείται, μεταφέροντας τα στοιχεία της θεματικής τής κάθε ενότητας ξεχωριστά.

Έτσι, από τον πρώτο σταθμό της ερωτηματικής παιδικής ηλικίας («Σήμερα» σ. 9) ο ποιητικός αφηγητής περνάει στον δεύτερο, της εξερευνητικής ενήλικης πράξης («Πριν περάσω το κατώφλι» σ. 21) για να μεταφερθεί από κει στον τρίτο σταθμό μιας ειρωνικής ωρίμανσης («Γυαλιά πρεσβυωπίας» σ. 33), καταλήγοντας στον τέταρτο και τελευταίο «καφενέ» της ποιητικής γραφής («Έχω έναν καφενέ» σ. 47). Στην πρώτη ενότητα, φτιάχνει τον εαυτό του αντικριστά στον άλλο, έναν γονιό οικείο και ανοίκειο μαζί, για να περιγράψει την παιδική του μνήμη μέσα από αντικείμενα, μυρωδιές και ήχους — απόηχους στον διασκορπισμένο χρόνο της «ανύπαρκτης ανάμνησης», όπως λέει (σ. 10).

Μέσα από ένα τέτοιο ασυμφιλίωτο παρόν, θα ακολουθήσει, στη δεύτερη ενότητα, τα στάδια της ενήλικης πλέον αναμέτρησης με τον χρόνο που θα του φέρει η αύρα των πολλών θανάτων — όρος που επαναλαμβάνεται αρκούντως και στην τρίτη ενότητα. Με ένα γλυκόπικρο αίσθημα που το παιχνίδισμα του λόγου μεταφέρει:

«Από μια ηλικία κ’ ύστερα
όσοι αρνούνται να φορέσουν
τα γυαλιά πρεσβυωπίας
αγαπούν για πάντα

Μαζί τους μην τα θάβετε
Στον μεθυσμένο ύπνο
θαμπά όνειρα ας δουν
μη βασανίζονται
μες στο βασίλειο της σκόνης» («Γυαλιά Πρεσβυωπίας» σ. 33).

Σχετικά με τον προβληματισμό του θανάτου στην ποίηση του Πασχάλη Κατσίκα έχουμε κάνει λόγο και παλιότερα [i]. Είναι ό,τι χαρακτηρίζει το υπόβαθρο της ποιητικής του έκφρασης, μια σταγόνα υπαρξιακής αγωνίας που νοτίζει την άκρη του στίχου του χαρακτηριστικά. Στο παρόν έργο, η αναφορά στον θάνατο είναι τόσο καταδηλωτική όσο και συνδηλωτική και διατρέχει ολόκληρη λίγο πολύ τη συλλογή, καθορίζοντας το ποιητικό της κλίμα.

Για αυτό, μπορεί κανείς να κάνει λόγο για έναν θάνατο πληθυντικό που παίρνει λογιών λογιών εκφράσεις: τη μορφή της απουσίας, λόγου χάρη, ενός αγαπημένου προσώπου («μετανάστης» σ. 12), αλλά και της ερήμωσης ενός τόπου («ακατοίκητο» σ. 12). Ο θάνατος μπορεί ακόμα να εκφραστεί και με το βάρος της καθημερινότητας (σ. 16) ή με την ειρωνεία μιας απομάκρυνσης («γιατί με αποφεύγεις» σ. 20), να ευθυγραμμιστεί με τις έγνοιες της ζωής και έως ότου αναμετρηθεί με την αιωνιότητα (σ. 28), να μιλήσει με τη φθορά του κορμιού (σ. 33) και την απώλεια (σ. 37), αναζητώντας το αντίπαλο δέος του στην «ανάσταση» μιας πρόποσης (σ. 22) ή μιας μοιραίας «αθανασίας» (σ. 42).

Το ανεξίτηλο βίωμα του θανάτου γίνεται έτσι κομμάτι της ζωής, μεταφέροντας την ειρωνική του ματαίωση στις πολλαπλές εκδηλώσεις της, αλλά και υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη σημασία της μέσα από το πρόσκαιρο και το μοναδικό. Η μεταμόρφωση αυτή της ζωής σε θάνατο και αντιστρόφως, του θανάτου σε ζωή, είναι ίσως μια άλλη συμβολική έκφρασης της κίρκιας μαγείας, μια σύμβαση του ασύμβατου και του ακατανόμαστου· που μπορεί ωστόσο να ονομαστεί μέσα από το απρόβλεπτο σχεδίασμα του στίχου:

Αφήνω τη νύχτα πίσω μου δασείες
μες στο τσαλακωμένο ποίημα
Του ήχου σου την παρουσία
μάταια υποδηλώνουν τα φωνήεντα («Λευκά απορρίμματα» σ. 53)

Από την απορία στη βεβαιότητα κι από κει πίσω στην ερώτηση την πρώτη, το νόημα είναι πάντα απότοκο της γλώσσας και στην τέταρτη ενότητα της συλλογής, όπου η γλώσσα μιλάει για τον εαυτό της, ανανεώνει τα σχήματα του λόγου σε κάθε αποστροφή. Το ποιητικό κλίμα υποβάλλει μ’ αυτόν τον τρόπο τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας του και μέσα από την παραδοξολογία, την ειρωνεία, την αλληγορία και τον συμβολισμό, έρχεται να μεταμορφώσει τον κόσμο. Για να αναδειχτεί στο τέλος το παιχνίδι της γραφής, η αισθητική αυτοαναφορικότητα, ύστατη μαρτυρία: εκεί όπου ο ποιητικός λόγος πάραυτα αρχίζει και τελειώνει.


[i] https://www.fractalart.gr/ta-kokkina-poylia/