Σκηνή
Θάνος Σταθόπουλος


⁰¹⁻⁰² Ζάφος Ξαγοράρης, Φωτεινή τύφλωση, 2000–02, μηχανισμός, 70 × 45 cm


Giancarlo Politi: «Για να κάνεις μια δουλειά σε μια χώρα που δεν γνωρίζεις, νιώθεις την ανάγκη να ταυτιστείς μ’ αυτή τη χώρα;»
Γιάννης Κουνέλλης: «Όχι. Εγώ κάνω τη δουλειά μου για λογαριασμό μου … η Ιταλία μου προσφέρει τα στοιχεία για την ανάλυση που θέλω να κάνω, κι εγώ τα αναπτύσσω όπου και να ‘ναι.
Flash-Art, τεύχος 122, Ιανουάριος 1985, Μιλάνο.

Βλαδίμηρος: «Δεν έχουμε πια τίποτα να κάνουμε εδώ.»
Εστραγκόν: «Ούτε κι αλλού.»
— Samuel Beckett, Περιμένοντας τον Γκοντό


Ο προσδιορισμός των νέων ελλήνων καλλιτεχνών ως «σύγχρονη» ή «νέα ελληνική εικαστική σκηνή», έχει πλέον, είτε συμφωνούμε είτε όχι, υιοθετηθεί. Όπως όλοι οι ανάλογοι προσδιορισμοί ελάχιστα σημαίνει κάτι επί της ουσίας — εάν δεν αποκρύπτει ή δεν παραπλανεί, κιόλας — ωστόσο η χρήση του, παρά τις αντιρρήσεις, είναι διαδεδομένη. Λίγο έως πολύ, η «σκηνή» των νέων καλλιτεχνών έχει επιβληθεί τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την πρώτη επίσημη παρουσίαση της δυναμικής της από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, τον περασμένο Δεκέμβριο.

Η έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο μπορεί να μην προσέθεσε κάτι καινούριο στη συνολική μας αντίληψη για την τέχνη της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα, σίγουρα όμως αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία ώστε να συναχθούν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τους όρους συγκρότησης του σώματος των νέων ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά και με το ιδιαίτερο πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτούνται.

Το πλαίσιο αυτό έχει συζητηθεί επί μακρόν και συνεχίζει να είναι στο επίκεντρο των συζητήσεων και του ενδιαφέροντος, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πλαίσιο που, ασφαλώς, θα πρέπει να συνομολογήσουμε, ορίζεται ως επί το πλείστον από το ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας σε σχέση με τις συνθήκες παγκοσμιοποίησης και τις τομές οι οποίες συντελούνται σε θέματα διαλόγου, επικοινωνίας και διαπολιτισμικών σχέσεων. Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι επιμελητές της έκθεσης Σε Ενεστώτα Χρόνο (Δάφνη Βιτάλη, Τίνα Πανδή, Σταμάτης Σχιζάκης) στο εισαγωγικό τους κείμενο, στον κατάλογο της έκθεσης, «η νέα αυτή νομαδική γενιά ελλήνων καλλιτεχνών κινείται ανάμεσα στην Ελλάδα και σε διεθνή κέντρα επιδιώκοντας να δημιουργήσει και να παρουσιάσει το έργο της, τις περισσότερες φορές όμως διατηρεί και ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα και τους εγχώριους καλλιτεχνικούς φορείς. Οι καλλιτέχνες της έκθεσης μετέχουν σε διαφορετικά δίκτυα καλλιτεχνικής παραγωγής. Αυτό το οποίο τους συνδέει, πέρα από το κοινό παρελθόν και τις κοινές ρίζες, είναι οι συνεχείς διαλεκτικές διαδικασίες πολιτισμικών αλλαγών και διαλόγου στις οποίες εντάσσονται. Στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτισμού της πληροφορίας και των νέων τεχνολογικών και πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, οι καλλιτέχνες κινούνται σε ένα πεδίο μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου, στο οποίο οι παραδοσιακοί ορισμοί εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας και οι μεταξύ τους συσχετισμοί επανακαθορίζονται».

Πράγματι, για πρώτη φορά μία νέα γενιά ελλήνων καλλιτεχνών κινείται μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου με αυτούς τους όρους, αντιμετωπίζοντας κρίσιμα ερωτήματα για τον χαρακτήρα της εντοπιότητας σε σχέση με την ευρωπαϊκή ταυτότητα, και όχι μόνο. Κακά τα ψέματα, η έννοια της ταυτότητας, του προσωπικού και συλλογικού προσδιορισμού, περνάει σήμερα τη μεγαλύτερη κρίση, ώστε δεν θα ήταν υπερβολή εάν μιλούσαμε για πανικό προς τα εμπρός εναλλάξ με πανικό προς τα πίσω — όπως πολύ εύστοχα έθεσε κάποτε το τελευταίο ο Νίκος Χουλιαράς, προκειμένου να περιγράψει έναν άνθρωπο.

Η «νομαδική γενιά των νέων καλλιτεχνών» μπορεί πλέον να διέρχεται των συνόρων με εντελώς διαφορετική λογική από αυτήν του παρελθόντος και κυρίως με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ορισμένη αίσθηση συμμετοχής στη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή. Όσο και αν η αίσθηση αυτή υποσκάπτεται ή συχνά ακυρώνεται από την ανυπαρξία θεσμών, εικαστικής και ευρύτερης πολιτιστικής πολιτικής ή βούλησης, σε εθνικό επίπεδο (παράγοντες οι οποίοι θα ήταν ικανοί να αναδείξουν και να επιβάλουν τη δυναμική αυτής της νέας σκηνής, και όχι μόνο), ωστόσο  κάποια δυνατότητα παρουσίας και συμμετοχής, σε προσωπικό επίπεδο, είναι εμφανής όσο και ενθαρρυντική. Στον βαθμό που συζητούμε την έννοια και τα ζητήματα της ταυτότητας, εν σχέσει με τις ιδιάζουσες αποχρώσεις οι οποίες αναδύονται κάτω από τις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης, είναι αδύνατον να το πράξουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και να εξετάσουμε τη δυνατότητα ύπαρξης και παραγωγής του καλλιτεχνικού έργου σε ένα περιβάλλον άξιο προσοχής, όσο και τη δυνατότητα του καλλιτέχνη να υπάρχει επί ίσοις όροις στο περιβάλλον αυτό.

Η ταυτότητα είναι πρωτίστως η δυνατότητα.

Η δυνατότητα δεν μπορεί παρά να είναι υπαρξιακή. Ως τέτοια ανάγεται στο πολιτικό και στην περιοχή του εφικτού.

Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι κατά πόσον οι νέοι έλληνες καλλιτέχνες έχουν τη δυνατότητα να υπάρξουν και να δημιουργήσουν σε ένα περιβάλλον το οποίο θα τους επέτρεπε να προσδιορίσουν τον εαυτό τους και την τέχνη τους, όχι με άξονα αποκλειστικά τον νεοελληνικό κανόνα, όπως συνέβη για παράδειγμα με προηγούμενες γενιές (πλην μερικών μεμονωμένων περιπτώσεων της γενιάς του ’60) και σαφώς με τη γενιά του ’30, αλλά ως μέρος, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού το οποίο υφίσταται και λαμβάνει χώρα ως διαδικασία «εκεί έξω, εις την ξένην», όπως έλεγαν παλιότερα. Πώς θα μπορούσε επιπλέον να επαναπροσδιοριστεί η σχέση με το εθνικό και το παγκόσμιο, εάν δεν εκλείψουν οι αγκυλώσεις και η εσωστρέφεια τις οποίες βιώνει ο έλληνας καλλιτέχνης εξαιτίας της περιορισμένης εμβέλειας που του επιβάλλει η αναπόφευκτη εντοπιότητα; Εάν το «εκεί έξω» δεν περιλαμβάνει το «εδώ μέσα», σταματώντας το «εδώ μέσα» να αποτελεί ακρώρεια της κεντρικής σκηνής (με όλα τα ζητήματα και τις ενστάσεις που διεγείρει η ύπαρξη και ο χαρακτήρας αυτής της κεντρικής σκηνής), ώστε αμφότερα να χαρτογραφήσουν ένα άλλο «εκεί», που είναι συγχρόνως «εδώ», «παντού» και ου-τοπικό, αδυνατώ να εννοήσω ουσιαστικά τη συζήτηση περί πολιτισμικής ταυτότητας ως ρεαλιστική και όχι ως σχήμα, μία νέα φαντασιακή κατασκευή πιθανώς.

Ποιόν ενδιαφέρει, ας πούμε, η «σύγχρονη ελληνική εικαστική σκηνή», ως σχηματισμός, δυναμική και καλλιτεχνική παραγωγή, εκτός εθνικών συνόρων; — εάν υποθέσουμε ότι εντός των συνόρων ενδιαφέρει κανέναν πλην των παντοιοτρόπως εμπλεκομένων. Υπήρξε, παραδείγματος χάριν, κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κάποια εκτενής, ή έστω λιγότερο εκτενής, κριτική θεώρηση ή παρουσίαση της έκθεσης Σε Ενεστώτα Χρόνο σε κάποιο από τα γνωστά διεθνή περιοδικά τέχνης; Και αν αυτό δεν επικυρώνει, με τον πιο απογοητευτικό τρόπο, την πλήρη αδιαφορία των άλλων για την ύπαρξη ή μη μίας νέας γενιάς καλλιτεχνών σε αυτή τη μικρή γωνιά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου (στην οποία εντούτοις τον προηγούμενο χρόνο διοργανώθηκαν δύο παρθενικές biennale), τότε τι άλλο μπορεί να δηλώνει;

Επίσης, δύσκολα κανείς να μην διακρίνει μορφολογικά μία τάση εσωστρέφειας και την έλλειψη συγχρονικότητας σε κάποια από τα έργα της τελευταίας δεκαετίας. Η απουσία ισότιμου και αμοιβαίου διαλόγου με ό,τι συντελείται εδώ-και-τώρα στη διεθνή εικαστική σκηνή (παρά τα απείρως περισσότερα αεροπορικά εισιτήρια σε σχέση με το παρελθόν και τη νομαδική τάση) συνετέλεσε στη συντήρηση ή στην υιοθέτηση (στην καλύτερη περίπτωση) ελαφρώς ή βαρέως παρωχημένων σχημάτων τα οποία, παρότι αποτελούν παραβιασμένες θύρες, επέχουν θέση σύγχρονου στην αντίληψη των καλλιτεχνών.

Βεβαίως, τα έργα αυτά δεν αποτελούν την πλειοψηφία της καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες εμπλέκονται στις σύγχρονες καλλιτεχνικές διαδικασίες. Σκέφτομαι όμως πόσο επισφαλής είναι για πολλούς (και δυστυχώς ίσως παραμένει ακόμη για κάποιους από τους κάπως παλιότερους) καλλιτέχνες, οι οποίοι υπερβαίνουν τον νεοελληνικό κανόνα, η προοπτική μίας πολύ δυναμικότερης συνέχειας. Μολονότι ανήκω σε αυτούς που αισθάνονται, έμαθαν και βιώνουν την τέχνη πρωτίστως ως ζήτημα υπαρξιακής τάξεως και νευρικού συστήματος, ως «οξυγόνο αντιδιαστολής», όπως δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ο μακαρίτης Νίκος Καρούζος, συχνά κλονίζομαι από την κακοδαιμονία, τις συνθήκες και τα γεγονότα που δοκιμάζουν την αντοχή, διακόπτοντας τη συνέχεια.

Αυτή η κακοδαιμονία και η εσωστρέφεια, η έρημη εντοπιότητα, [i] απότοκοι της αδράνειας, του εφησυχασμού, της αυτοπάθειας, της σύγχυσης, της συμπλεγματικής σχέσης μας με την παράδοση, της πετρωμένης ελληνικότητας η οποία, κατά το παρελθόν, μέσω του αισθητικού πήρε ένα αφόρητο ιδεολογικό σχήμα με ρομαντική καταγωγή, ευθύνονται εν πολλοίς για την παθογένεια και τις ισχυρές παρενέργειες που προκάλεσαν και, δυστυχώς, ως ένα βαθμό, προκαλούν ακόμη. [ii] Χωρίς να πρέπει να μας διαφεύγει ωστόσο το γεγονός ότι η έννοια της ελληνικότητας υπήρξε συγχρόνως γοητευτικός υποστασιακός τόπος για την εξέλιξη της ελληνικής τέχνης και, ως εκ τούτου, αποτελεί κεντρική αφήγηση, την οποία δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, αλλά οφείλουμε να ξαναδιαβάσουμε μάλλον σαν μία φανταστική αυτοβιογραφία, ένα οξύμωρο συλλογικό χρονικό, το οποίο ανέδειξε όλα τα σημεία της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής ευαισθησίας που έμελλε να προσδιορίσουν και τη μελλοντική μας ασυναρτησία.

Το πρόβλημα της ελληνικής ταυτότητας, γερασμένο, όπως παρουσιάζεται σήμερα, κουρασμένο, ως ένα σύνολο μεταιχμίων, ορίων, αποκλίσεων, φορτισμένων συμβόλων, μεταφορών, επινοήσεων, εκλογικεύσεων, μετατονισμών, δραματικών εκφράσεων, [iii] παρερμηνειών, μεταφυσικής, αινιγμάτων, παρεξηγήσεων, υπερβολών, αγκυλώσεων, μόνο μέσα από την απόσταση και την άρνηση ιδιοποίησης μπορεί να επαναπροσδιοριστεί.

Αντιθέτως, λοιπόν, από την όποια ταύτιση και εμπλοκή με ένα κακοφορμισμένο σώμα ελληνικότητας που αφήνει ξερά και δύσοσμα λουλούδια σε χορταριασμένους τάφους, η μόνη δυνατότητα είναι η έξοδος.

Στο κείμενό του Εμείς και οι Έλληνες, σε κάποιο σημείο ο Δημήτρης Δημητριάδης αναφέρει: «Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε: “Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήταν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;”». Και μερικές σελίδες πριν: «Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει την στοχαστική αναφορά σε αυτό. Ξεκινώντας από αυτήν την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. […] Την θανάσιμη έξοδο». Και, τέλος: «Δικό μας είναι μόνον το τίποτε. Δηλαδή η απόσταση. Άθροισμα αποστάσεων θεωρούσε την ζωή ο Πεντζίκης». [iv]

Άθροισμα αποστάσεων είναι η μόνη δυνατότητα.

Επίσης: Η ελάχιστη δυνατότητα προκύπτει από την άσωστη και ολόσωμη παραδοχή ότι δεν «είναι» τίποτα, δεν δύνασαι τίποτα, τίποτα εκ του οποίου, τίποτα περί του οποίου μπορείς, ότι δεν έχεις υποχρέωση για τίποτα, ότι τίποτα δεν είναι δυνατόν.

«Ό,τι υπήρξε δεν υπάρχει πια, είναι εξίσου ανυπόστατο όσο και αυτό το οποίο δεν υπήρξε ποτέ. Οτιδήποτε όμως υπάρχει είναι από την επομένη κιόλας στιγμή κάτι που υπήρξε. Έτσι, και το πιο ασήμαντο παρόν υπερέχει ακόμη και από το πιο σημαντικό παρελθόν ως προς την “πραγματικότητα”· χάρις σε αυτήν σχετίζεται με το παρελθόν όπως το κάτι με το τίποτα», σημείωνε ο Σοπενάουερ 200 χρόνια πριν. [v]


[i] Ανύπαρκτη στον χάρτη.
[ii] «Έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι το πρόβλημα είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, η οργανωμένη καχυποψία που δείχνουμε σ’ αυτό που είμαστε, η έλλειψη αυτογνωσίας. Όλα τα άλλα προβλήματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Εκατόν εβδομήντα χρόνια “ελεύθερου” ελληνικού κράτους μας έχουν κάνει συμπλεγματικούς, άναυδους και θαμπωμένους από ξένα φώτα. Κάθε τι το πραγματικά ελληνικό συκοφαντείται, περιφρονείται και λοιδορείται από ξένους υποτρόφους. Όσοι μαθαίνουν πέντε αγγλικούλια ή δέκα γαλλικούλια θεωρούν αυτομάτως ότι αυτός ο τόπος δεν τους ταιριάζει, ονειρεύονται Σουηδέζες με απόκοσμα βλέμματα και σορτς, αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για την προάσπιση της δορυφορικής σκέψης, δίνουν τα ρέστα τους με σκοπό να γίνει αυτός ο τόπος ένα μεγάλο λούνα παρκ, που θα το διοικούν καλοντυμένοι νεαροί, νοσταλγοί του Μάη του ’68, αποχαυνωμένοι μπροστά στα βίντεο και τα στερεοφωνικά τους. Το “ελεύθερο” αυτό κράτος, το οποίο ανήκει — μέσω των ψευτοσοσιαλιστών — όσο ποτέ άλλοτε “εις την Δύσιν”, στενάζει σήμερα κάτω από το ζυγό του μοντερνισμού και απολαμβάνει με άγχος τις ψεύτικες ελευθερίες που το κατακλύζουν από παντού, αδιαφορώντας παντελώς για την πραγματική του ταυτότητα. Πάλι καλά που υπάρχουν ακόμα οι βουβοί επαρχιώτες, που τριγυρνάνε ντροπαλοί και σκυφτοί στην Ομόνοια, φλερτάροντας με τους διάφορους πειρασμούς. Τους έχουν ζώσει βέβαια οι εφημερίδες, οι άνετοι ραδιοσταθμοί, τα πενταετή προγράμματα και όλοι αυτοί οι ημιμαθείς διανοούμενοι, που τους λένε ότι δεν αξίζουν τίποτα, ότι είναι άξεστοι, αμόρφωτοι, βάρβαροι. Ναι, οι μέρες είναι πολύ δύσκολες για τους πραγματικούς έλληνες. Σ’ αυτή την εφιαλτική δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας χάσαμε τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Σταύρο Τορνέ, επιβίωσαν ένα σωρό “προχωρημένα άτομα”, καλοντυμένα και κυνικά, δεξιά και αριστερά, προοδευτικά και νεοσυντηρητικά. Φαίνεται ότι το νέφος τους ταιριάζει, η ομίχλη και τα κάθε λογής τοπία της τους θρέφει, η Ευρώπη τους χειροκροτεί και τους χαϊδεύει το κεφάλι. Οι υπόλοιποι πορεύονται όπως μπορούν, νευρικοί και ανασφαλείς, συχνά σπασμωδικοί και χούλιγκαν, ανυπόφορα πραγματικοί, χωρίς φωνή, κανένα πραγματικό βήμα. […] Εμείς οι ίδιοι πρέπει να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας, να πάψουμε να τον περιφρονούμε και να συνεχίσουμε να ζούμε ελπίζοντας, όπως έκαναν πάντα οι Έλληνες, κάτω από όλες τις κατοχές». Χρήστος Βακαλόπουλος, Ας συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας, Ελευθεροτυπία, 03.01.1989. Αναδημοσίευση στο Αντί, τεύχος 543, 21.01.1994, με τίτλο Κανένα φάντασμα. Σήμερα περιλαμβάνεται στον συγκεντρωτικό τόμο με κείμενα του συγγραφέα, Από το χάος στο χαρτί, Εστία, 1995. Παρόμοιες αφοριστικές, σίγουρες, εμμονικές απόψεις και υπεραπλουστεύσεις, καίτοι δεν εκκινούσαν από λάθος κέντρο, σαν αυτή του συχωρεμένου φίλου μου Χρήστου Βακαλόπουλου (ο οποίος πάντως σε άλλα ζητήματα υπήρξε εξαιρετικά οξυδερκής), ήσαν αρκετά δημοφιλείς εντός ενός συγκεκριμένου κύκλου νεορθοδόξων διανοουμένων — προερχομένων κατά κύριο λόγο από την πάλαι ποτέ μαοϊκή εξωκοινοβουλευτική Αριστερά — κατά τη δεκαετία του ’80 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, συνιστώντας μία αφελή, εμπαθή, αντιευρωπαϊκή, ελληνοκεντρική παράτα, η οποία αργότερα ανασκευάστηκε αυτόματα “επί το πολύ ευρωπαϊκότερον” από τους εμπνευστές της ρήτορες, αφήνοντας ωστόσο μία εσάνς έως σήμερα.
[iii] «Όλοι εμείς είμαστε δέσμιοι μιας έννοιας η οποία, είτε μας αρέσει είτε όχι, δίνει δραματικό περιεχόμενο στην έκφραση και τα αισθήματά μας και τα μετατρέπει σε Σύμβολα». Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Greek Realities: Μια νέα γενιά καλλιτεχνών στην Ελλάδα, Neue Kultur, Βερολίνο 1997. Βλέπε επίσης αναφορά στο ίδιο απόσπασμα στο κείμενο του Paolo Colombo,Ταυτότητα, στον κατάλογο της έκθεσης Σε Ενεστώτα Χρόνο: Νέοι Έλληνες Καλλιτέχνες, ΕΜΣΤ, 2007.
[iv] Δ. Δημητριάδης, Εμείς και οι Έλληνες, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2005.
[v] Σοπενάουερ: Επιλογή από το έργο του, μτφρ.: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Κλάους Μπέτσεν. Στιγμή, 1993.