Νέο
Αλέξανδρος Ψυχούλης
Το αναγκαστικά αυθαίρετο όριο νεότητας που θέτει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην έκθεση Σε Ενεστώτα Χρόνο — η χρονολογία γεννήσεως 1965 — περιλαμβάνει μια «διευρυμένη νεότητα», που εκτείνεται μεταξύ της «εξελληνισμένης Arte Povera» και του YouTube, της ασπρόμαυρης τηλεόρασης και του τζόιστικ, του local, του global και του glocal, της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα και του Ό,τι απομένει είναι μέλλον, της αυτοκτονίας του Guy Debord και της αποτυχημένης απόπειρας αυτοκτονίας του Χρήστου Ζαχόπουλου, της post-μεταπολίτευσης και των ριάλιτι σόου.
Αυτή η ξεχειλωμένη νεότητα χωράει εξίσου εμένα και τη νεαρή απόφοιτο της σχολής αρχιτεκτονικής με τις εικαστικές ανησυχίες, που με ρωτάει πολύ σοβαρά αν πρέπει να κάνει μεταπτυχιακό σε κάτι που θα τις αποφέρει χρήματα στο μέλλον ή σε κάτι που αγαπάει. Η νεότητα, την οποία διερευνά το ΕΜΣΤ, αποδεικνύεται χασματική στη ραφή των δεκαετιών που την απαρτίζουν. Η διατύπωση παρόμοιας ποιότητας διλημμάτων μπορεί να αδικεί τους πολύ νέους καλλιτέχνες, αλλά είναι δηλωτική της πρόσφατης εικαστικής πραγματικότητας στην Ελλάδα, του καλλιτεχνικού πληθωρισμού και των γεμάτων αυτοπεποίθηση επαναπατρισμένων πτυχιούχων της αλλοδαπής.
Οι καλλιτέχνες της τελευταίας δεκαετίας — που προς τιμήν τους έχουν μεγαλύτερες φιλοδοξίες από το να θαφτούν ζωντανοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση — ξεστομίζουν τη λέξη «καριέρα» χωρίς εισαγωγικά και συνοδευτική γκριμάτσα αυτοϋπονόμευσης, παρότι είδαν το Outlook να σφυρίζει μια φορά και να φεύγει, παρότι είδαν τις νοικοκυρές να αγανακτούν καθώς ανακάλυπταν τη σύγχρονη τέχνη μέσα από τις μεσημεριανές τηλεοπτικές εκπομπές, παρότι είδαν τα πέη να μαζεύονται άρον-άρον, και λίγο αργότερα το Υπουργείο Πολιτισμού να μετατρέπεται επισήμως σε πλυντήριο κομματικών στελεχών.
Το ιριδίζον πρόθεμα «νέο» κρατάει τη δυναμική του από το 1920, από την καυτή Πρωτοπορία που διαμόρφωσε την οπτική γωνία του μοντέρνου κόσμου. Στη δεκαετία του ’90, με την έκρηξη των «Νέων Μέσων», το «νέο» προσδιορίζει απλώς ένα «μέσο», που μόνο δυνάμει και υπό προϋποθέσεις μπορεί να παράξει νέα σκέψη και νέες συμπεριφορές, όπως και συμβαίνει — όχι βέβαια στην επαναστατική διάσταση που με φουτουριστική αφέλεια είχαμε ευαγγελιστεί δέκα χρόνια πριν.
Η αποπλανητική δύναμη της λέξης «νέο» είναι αρκετά υπεύθυνη και για την επιτυχία του μεταπτυχιακού προγράμματος των «Νέων Μέσων» που αρχίζει στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα. Εκεί που ο ηλεκτρονικός υπολογιστής εξορκιζόταν ως εργαλείο του σατανά, μια σημαντική μερίδα νέων καλλιτεχνών είναι έτοιμη να αμφισβητήσει τυφλά την αποτελεσματικότητα των «παραδοσιακών» μέσων, καθώς έχει εμβολιαστεί με το γουορχολικής φλεγματικότητας και αμφισημίας σλόγκαν της Jenny Holzer, διά χειλέων Jeffrey Deitch Everything that’s interesting is new. Αυτή η έκθεση, συμπληρώνοντας τις δύο προηγούμενες του ίδιου επιμελητή-γκαλερίστα, που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα (Cultural Geometry, 1988, και Artificial Nature, 1990) από το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, αν μη τι άλλο, νομιμοποιεί τη μετατόπιση του σημείου αναφοράς των ελλήνων καλλιτεχνών, από την εμφατική έννοια της «μνήμης» και της αγρο-νοσταλγίας, στο πιο πρόσφατο αστικό και τηλεοπτικό παρελθόν, στη συμφιλίωση με τις ποπ καταβολές και στην προσπάθεια διαχείρισης της νέας διεθνιστικής ταυτότητας που ευαγγελίζεται η ύπαρξη του διαδικτύου.
Η νέα αυτή ιντερνετική ταυτότητα είναι που κάνει τους έλληνες καλλιτέχνες των τελευταίων χρόνων να ζουν μια άδηλη ψυχοκοινωνική αντίφαση. Όντας συμμέτοχοι και συνδημιουργοί του παγκόσμιου ψηφιακού δικτύου, βιώνουν μια ασώματη οικουμενικότητα η οποία αντιφάσκει σχιζοφρενικά με τη σωματική καθημερινότητά τους, με ό,τι δηλαδή θα μπορούσε να ονομαστεί «ελληνική πραγματικότητα». Κι ενώ σε μια τέτοια περίπτωση θα περίμενε κανείς η ψηφιακή δράση και εμπειρία να μετατραπούν σε ένα όχημα ανάσχεσης και υπέρβασης της αδράνειας, ο ψηφιακός δημόσιος χώρος που φέρει ελληνικά γνωρίσματα βρίθει από κοινοτοπίες, πιστοποιώντας την αδυναμία κατανόησης των δυνατοτήτων του «Νέου Μέσου».
Στην περίπτωση Artattack, για παράδειγμα, στην οποία η «ανωνυμία» και η «απουσία ταυτότητας», οι δύο πιο αμφιλεγόμενες και μόνο δυνάμει αρετές του διαδικτύου, ανακηρύσσονται ως οι μοναδικές του μέσου, η blog κοινότητα αναλώνεται στην γκρίνια και στο συμπλεγματικό κουτσομπολιό. Ο χώρος, όπου τα πράγματα απλώς θα έπρεπε να συμβαίνουν, καταχράται για το κλάψιμο της μοίρας. Το αποκαρδιωτικό εδώ είναι ότι δεν μπορείς καν να επικαλεστείς την ανυπαρξία θεσμών γιατί ένα από τα αδιαμφισβήτητα προτερήματα του μέσου είναι η δυνατότητα να αντιπαρέλθεις οποιονδήποτε θεσμό ή την έλλειψή του.
Στην περίπτωση της πρόσφατης νεολατρείας το «νέος» δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας ηλικιακός προσδιορισμός που ανασυντάσσει την εικαστική πραγματικότητα με όρους μόντελινγκ. Η υποσυνείδητη παραδοχή του «έχω τώρα αυτό που δεν θα έχω αύριο» φορτώνει τους αλαφιασμένους debutant με το άγχος της γεροντοκόρης λίγο πριν την εμμηνόπαυση. Ποντάρουν τα πάντα — ακόμα και τα δανεικά — με τη σιγουριά πως σε λίγο ο κρουπιέρης θα τους φωνάξει: «Rien ne va plus».
Το μεγάλο στοίχημα είναι εάν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες θα διαχειριστούν εξυπνότερα τις ήττες που θα βιώσουν στην ελληνική καθημερινότητά τους, εάν θα καταφέρουν να αυτοπροσδιοριστούν, εάν δεν θα αποδεχτούν αδιαπραγμάτευτα τους συμψηφισμούς και τα πατροναρίσματα των επιμελητών, εάν διεκδικήσουν αξιοπρεπείς όρους συνεργασίας με τις γκαλερί τους, εάν θα κατανοήσουν ότι η δράση τους δεν σταματάει στην επιλογή του εμπόρου, εάν αντισταθούν στις ταπεινωτικές εκπτώσεις και τους διακανονισμούς των λίγων συλλεκτών, εάν εν ολίγοις θα αρθρώσουν έναν ισχυρό λόγο απέναντι στην κληρονομημένη από τη δική μου «νεότητα» καλλιτεχνική σιωπή.
Οι ρήξεις θέλουν αρχίδια και γερό στομάχι, δεν αρκούν η αυταρέσκεια και τα καλά μεταπτυχιακά.