Σχετικά με το γκράφιτι, τη street art και την παρουσία τους στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία
Ορέστης Πάγκαλος


Οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να μιλήσει κανείς για το γκράφιτι είναι πολλοί και διαφορετικοί. Θα ήθελα να σημειώσω ότι ο όρος γκράφιτι είναι πολύ ευρύς και μπορεί να είναι από πολύ γενικός ως πολύ ειδικός, ότι η πράξη του έχει ποικίλες εκδοχές, τόσο σήμερα όσο και σε περασμένους αιώνες, ή στην αρχαιότητα, και ότι ο καθένας το αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Για τη συνέχεια του κειμένου θα θεωρήσουμε γκράφιτι την κουλτούρα και μορφή τέχνης που δημιουργήθηκε με βάση το γράψιμο ονομάτων και τη χρήση του σπρέι στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα, στις αστικές συνθήκες της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, που μέχρι το 1980, σε πρώτο βαθμό σχεδόν «ολοκληρώνεται» ως μορφή και φόρμα, για να αρχίσει να διαδίδεται σε όλον τον κόσμο, και τελικά συνεχώς να εξελίσσεται.

Αυτή η νεανική κουλτούρα-μορφή τέχνης, στην περιγραφή της, στην εξέτασή της, στο ζήσιμό της και στην πράξη της είναι εξαιρετικά σύνθετη και κυρίως αντιφατική, ενώ κάθε απόπειρα ερμηνείας, όπως και κάθε άποψη ή κριτική, χαρακτηρίζεται από σχετικότητα. Αυτό φαντάζομαι μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εύκολα μετά από λίγη έρευνα, παρατήρηση ή μία απλή συζήτηση.

Πριν εστιάσουμε την προσοχή μας στην Ελλάδα, ας προσπαθήσουμε να δούμε ποια μπορεί να είναι τα κριτήρια με τα οποία θα μπορούσε να κρίνει κανείς το επίπεδο του γκράφιτι και της street art σε μία περιοχή του κόσμου και σε μία χρονική περίοδο. Ένα μέτρο μπορεί να είναι οι εκθέσεις που γίνονται σε γκαλερί ή μουσεία, οι εκθέσεις και εκδηλώσεις που διοργανώνονται από κρατικούς φορείς, ιδιώτες και ιδρύματα, οι εκδόσεις μεγάλων εκδοτικών οίκων, η προβολή τους στον Τύπο, τα ζωγραφισμένα-διακοσμημένα (εσωτερικά και εξωτερικά) με γκράφιτι μαγαζιά και οι επιγραφές τους, ή και η γενικευμένη χρήση της εικόνας του ή αναφορών του στη μόδα, τη γραφιστική και τη διαφήμιση, αλλά και η συνολική επιρροή τους στη σύγχρονη (πρώτα παγκόσμια, και μετά τοπική) «οπτική κουλτούρα» και τα δάνειά τους σε άλλες εικαστικές τέχνες. Ένα άλλο μέτρο είναι ο αριθμός των γκράφιτι writers ή artists και η αφοσίωση και διάρκειά τους, οι δουλειές τους στην πόλη, η ποσότητα του tagging και bombing, τα βαμμένα τρένα, οι παράνομα ζωγραφισμένοι τοίχοι, ο αριθμός των παραχωρημένων τοίχων που μπορεί κανείς να βάψει νόμιμα, ο αριθμός των κλήσεων στην αστυνομία ή οι συλλήψεις, η συχνότητα σβησίματος των γκράφιτι και αποκαθήλωσης των εγκαταστάσεων. Άλλα κριτήρια είναι οι διοργανώσεις «τζαμ», εκθέσεων και εκδηλώσεων από τους ίδιους τους writers, τα έντυπα (φανζίν, περιοδικά), όπως και οι αυτοσχέδιες ταινίες-ντοκιμαντέρ που βγαίνουν μέσα από τη σκηνή, αλλά και η ατμόσφαιρα και οι σχέσεις που δημιουργούνται συνολικά σε μία τοπική ή εγχώρια σκηνή και η ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις της κληρονομιάς της γκράφιτι κουλτούρας. Επίσης, οι τάσεις μέσα στο ίδιο το γκράφιτι, η ποικιλία και η θεματολογία του, οι writers που φεύγουν (και διαπρέπουν) έξω, όπως και οι ξένοι που επισκέπτονται τη χώρα. Συνολικότερα, μπορεί να είναι και η αποδοχή, αδιαφορία, ή εναντίωση της κοινωνίας απέναντι στις επεμβάσεις των (κατά κανόνα) νεαρών γκραφιτάδων, και η γενικότερη χρήση και μαζικότερη ύπαρξη και ποικιλότροπη παρουσία του γκράφιτι και της street art στη ζωή ανθρώπων, στο λεξιλόγιο και στην καθημερινότητά τους. Επίσης, είναι πάντα χρήσιμη και μία σύγκριση με την κατάσταση που επικρατεί σε άλλες χώρες, η οποία είναι πάλι πολυδιάστατη.

Δίνοντας περισσότερο βάρος στη δημιουργία στον δρόμο και στην ατμόσφαιρα και στην κινητικότητα της σκηνής, όλα τα άλλα στοιχεία-«μέτρα» είναι και αυτά απαραίτητα (αν και όχι επακριβώς υπολογίσιμα) που πρέπει να συνεκτιμηθούν για να σχηματίσει κανείς μία μερική εικόνα για την κίνηση του γκράφιτι και της street art σε μία χώρα. Και αν στα παραπάνω προστεθεί και το ζήτημα της ποιότητας καταλαβαίνει κανείς πόσο πιο σχετικά και πολύπλοκα είναι τα πράγματα προκειμένου να εκτιμηθεί η συνολική παρουσία τους.

Για την κατάσταση στον ελληνικό χώρο θα αποφύγω την κριτική της ίδιας της καλλιτεχνικής παραγωγής, των τεχνικών, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των έργων, των στυλ και της θεματολογίας. Θα αρκεστώ να περιγράψω κλίμα και τάσεις στο 1998, στο 2008, και λίγο στο μεσοδιάστημα. Επίσης θα αποφύγω να αναφερθώ σε ονόματα, γιατί δεν είναι της ώρας και γιατί δε θα αναφερθούν πολλοί που θα το άξιζαν (οπότε θα βρεθούν αδικημένοι), αποφεύγοντας έτσι και τη χροιά ενός ιστορικού κειμένου. Αυτό δεν θα ήταν εύκολο σε ένα σύντομο κείμενο χωρίς εικόνες, και δεν είναι και ο σκοπός μου. Θα μπορούσα μόνο να «γλιτώσω» χρησιμοποιώντας λόγια άλλου: δεν υπάρχει μία ιστορία του γκράφιτι αλλά πολλές. Κάθε γειτονιά, κάθε περιοχή, κάθε πόλη (όπως και κάθε χρονική περίοδος) έχει τις δικές της ιστορίες και τους δικούς της ήρωες.

Όσον αφορά την κριτική, τουλάχιστον μέχρι τώρα οι κριτικοί τέχνης δεν είχαν θέση (και λόγο) στο γκράφιτι και αδυνατούσαν πρώτα να καταλάβουν, και έπειτα να κρίνουν ένα «κομμάτι» γκράφιτι. Τους έλειπε η εμπειρία και η γνώση, οι πολλές εικόνες από έργα, η επαφή με τις ιστορίες και τη «φιλοσοφία» των writers, αλλά και το όλο κοινωνικό πλαίσιο. Πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να διακρίνουν τη συνολική πρωτοτυπία, το αν κάποιος αντέγραψε κάποιον, ή την επικινδυνότητα του στόχου (του σημείου επέμβασης) και τις «κρυφές» αναφορές σε κώδικες του γκράφιτι. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να πιάσουν την αύρα και τη δύναμη ενός έργου ή να παραδεχτούν την τεχνική ικανότητα μερικών καλλιτεχνών, όπως άλλωστε μπορεί να κάνει και όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Στην περίπτωση της συνήθως πιο άμεσης (σε ζητήματα οπτικής επικοινωνίας) street art, τα πράγματα μπορεί να είναι λίγο ευκολότερα. Αλλά πάλι, για το γκράφιτι και τη street art αρτ δεν μπορείς να μιλήσεις σε αυστηρά καλλιτεχνικό πλαίσιο, με τους όρους και τη γλώσσα της επίσημης τέχνης ή της αγοράς. Στην περίπτωση τώρα που οι writers, οι graffiti artists και οι street artists εκθέτουν σε γκαλερί και μουσεία (που πλέον γίνεται πολύ συχνά), ενώ εκεί μεταφέρουν το γκράφιτι τους ή αναφέρονται στο γκράφιτι, όσο αφοριστικό και αν ακούγεται δεν κάνουν γκράφιτι, οπότε και η κρίση του έργου τους αποκτά άλλη υπόσταση.

Τώρα, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε ένα περίγραμμα της κατάστασης στην Ελλάδα το 1998. Τη χρονιά αυτή το γκράφιτι μετράει περίπου εφτά χρόνια από την εμφάνιση των πρώτων έργων (μεμονωμένες περιπτώσεις εμφανίστηκαν και παλιότερα), και περίπου τρία χρόνια από τότε που οι λιγοστοί writers άρχισαν να γνωρίζονται μεταξύ τους. Το 1998 ήταν μάλλον η χρονιά που έγινε το «μπουμ». Ενώ ήδη υπήρχαν πολλά νόμιμα «κομμάτια» σε σχολεία (κατά απαίτηση των μαθητών που καλούσαν τους γκραφιτάδες μετά από εξασφάλιση άδειας), γήπεδα και γυμναστήρια (το γκράφιτι στην Ελλάδα ξεκίνησε κυρίως με την πιο ζωγραφική εκδοχή του και λιγότερο με tags και bombs), ξεκινάει χωρίς προηγούμενο επιδημία παράνομου γκράφιτι με το συστηματικό βάψιμο (των βαγονιών) του ΟΣΕ και του ΗΣΑΠ, και των δρόμων της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Συγχρόνως, όπως κατά διαστήματα συμβαίνει όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίζεται νέα γενιά writers, αυξάνονται και πλέον δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους (όπως σχεδόν συνέβαινε μέχρι τότε), ενώ οι παλιότεροι συνεχώς βελτιώνονται. Επιπλέον είναι η χρονιά που «μας έρχονται» πρώτη φορά καινούρια βελτιωμένα σπρέι, όπως και αριθμός γκράφιτι περιοδικών από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα η πρόσβαση στην «γκράφιτι πληροφορία» να είναι ευκολότερη. Έχει ήδη κυκλοφορήσει το φανζίν Βαλβίδα Εκτόνωσης Πιέσεων που την επόμενη χρονιά θα εξελιχθεί στο πρώτο εντόπιο έγχρωμο γκραφίτι περιοδικό, και θα ακολουθήσουν το φανζίν Swag Life, και τα περιοδικά ΤsuTsu, Carpe Diem, Undercover και αργότερα το Vandal Art, ενώ είχε εκδοθεί και το βιβλίο To Graffiti στην Ελλάδα. Το γκράφιτι εμφανίζεται σε πολλές επαρχιακές πόλεις (ενώ ήδη είχε έντονη παρουσία σε πόλεις όπως η Δράμα και η Κομοτηνή), οι μετακινήσεις των writers εντός της Ελλάδας είναι συχνές, ξένοι επισκέπτονται τη χώρα, ενώ για πρώτη φορά έλληνες περιοδεύουν στο εξωτερικό. Τότε επίσης, πρωτοβάφτηκαν τα νεοφερμένα βαγόνια του μετρό, που ακόμη εκτελούσαν δοκιμαστικά δρομολόγια. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην ελληνική σκηνή τότε υπήρχαν διαφορετικές τάσεις και προσεγγίσεις, τόσο ως προς την αισθητική αλλά και την κοινωνική αντίληψη του θέματος. Επίσης, το Σεπτέμβριο αυτής της χρονιάς πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέχρι τότε φεστιβάλ γκράφιτι (και όχι το «πρώτο πανελλήνιο», όπως έχουν βαφτιστεί αρκετά φεστιβάλ!) στην οδό Ερμού, στην Αθήνα. Παρότι είχαν προηγηθεί πολλά φεστιβάλ σε διάφορες πόλεις (στην γκράφιτι ορολογία λέγονται «τζαμ», ο όρος φεστιβάλ είναι ελληνική καινοτομία) με την υποστήριξη δημοτικών αρχών, σε αυτό το φεστιβάλ οι οργανωτές ΗΣΑΠ (μεγάλη ειρωνεία καθώς η ίδια εταιρία κυνηγάει τους γκραφιτάδες που βάφουν τα τρένα της), Ελληνοαμερικανική Ένωση και χορηγοί στήνουν «γιορτή» με χιλιάδες θεατές και αξιοσημείωτο γεγονός το ότι μεταξύ των λίγων ξένων προσκεκλημένων βρίσκεται ένας θρυλικός writer από τη Νέα Υόρκη. Μαζί με όλα αυτά, είναι τακτική και η αρθρογραφία στον Τύπο για την έλευση του «καινούριου φαινομένου», και το «χρώμα στο γκρίζο της πόλης».

Το 2008, 40 χρόνια μετά τα πρώτα tags στη Φιλαδέλφεια, θα βρούμε γκράφιτι σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι εικόνες από γκράφιτι και street art στο διαδίκτυο είναι περισσότερες από κάθε άλλου ζωγραφικού κινήματος ή μορφής τέχνης. Οι νέοι και οι παρέες που γαλουχήθηκαν με την καθημερινή εθιστική εμμονή στο γκράφιτι είναι χιλιάδες, όπως και όσοι το βίωσαν πιο παράπλευρα και περιστασιακά, αλλά από κοντά. Και ως κουλτούρα, παρότι μεταλλάσσεται και εξελίσσεται, διατηρεί βασικές σταθερές, με την επικοινωνιακή του δύναμη στη ζύμωση και επαφή νέων ανθρώπων (κάθε προέλευσης) που ασχολούνται με αυτό, και ό,τι σχηματίζεται χάρη σ’ αυτή, να είναι μάλλον πιο σημαντικό και από τις εξαίσιες εικόνες και νοήματα που μοιράζει (αυτό βέβαια λέγεται με απέραντο σεβασμό, και χωρίς καμία διάθεση υποτίμησής τους). Πλέον, αν και αναμφίβολα αγγίζει όπως και συναγωνίζεται την υψηλή τέχνη, άλλο τόσο πλησιάζει τη λαϊκή τέχνη, με τη μαζικότητά του και την απήχησή του. Σήμερα εξακολουθεί να ποινικοποιείται, μα συγχρόνως θεσμοποιείται (με την παρουσία του σε μουσεία και εκδόσεις, σε σχολεία και στην ακαδημία), όπως και χρησιμοποιείται κατά κόρον στις διαφημίσεις πολυεθνικών, απλών προϊόντων ή εκδηλώσεων, και κάθε είδους προπαγάνδα. Επίσης, μπορούμε πια να μιλάμε και για μερικούς «graffiti stars», γνωστούς στο ευρύ κοινό.

Μετά από το «σκίτσο» του παγκόσμιου πλαισίου (αλλά πάλι όχι των εκφραστικών εκδοχών και των μορφών που παράγονται) επιστρέφουμε στην Ελλάδα. Συνοπτικά, ο αέρας του 1998 κράτησε δύο με τρία χρόνια. Από εκεί και πέρα η κινητικότητα ήταν σχετικά υποτονική για να αρχίσει να ανεβαίνει ξανά από το 2004. Τότε είναι και η γνωριμία με την street art στην Ελλάδα, όμως και το γκράφιτι, ιδιαίτερα μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων αρχίζει να αναζωογονείται. Σήμερα, οι street art επεμβάσεις είναι πάρα πολλές, αλλά μάλλον συγκεντρωμένες σε περιοχές και όχι τόσο διασπαρμένες στην πόλη.

Το χαρακτηριστικό της περιόδου που διανύουμε στη χώρα μας είναι μια πρωτοφανής (εναρμονισμένη μεν με την παγκόσμια επικαιρότητα αλλά με πιο άγαρμπο και λαίμαργο τρόπο) προβολή της street art, και κάπως λιγότερο του γκράφιτι (η street art είναι πιο εμπορική — με εισαγωγικά ή χωρίς), από τα εξώφυλλα των free-press, των εφημερίδων και των lifestyle περιοδικών μέχρι τις διαφημίσεις του υφυπουργείου Νέας Γενιάς. Επίσης είναι η ώρα των «αντεργκράουντ καλλιτεχνών να εισβάλουν στα σαλόνια της τέχνης», κάτι που είναι αναπόφευκτο και όχι εξ ορισμού κακό.

Ωστόσο, το αισιόδοξο είναι ότι παράλληλα (και εξίσου εναρμονισμένα με τον υπόλοιπο κόσμο) επανεμφανίζεται μεγάλο κύμα παράνομου γκράφιτι. Δεκαπεντάχρονοι, δεκαεφτάχρονοι και εικοσάρηδες με το μικρόβιο του τύπου που περιπλανιέται και βιώνει την πόλη, την μετατρέπουν στη δικιά τους παιδική χαρά αφήνοντας αυθόρμητα και παντού το στίγμα τους. Μαζί επιστρέφουν στο δρόμο και στις ρίζες (στο πνεύμα και στο real fun) του γκράφιτι μερικοί πιο «ηλικιωμένοι» writers, με μεγαλύτερο πάθος από ποτέ. Με σιγουριά λέω ότι είναι ευχάριστο μήνυμα, παρά την «ασχήμια», την ενοχλητική αυθαιρεσία τους και τον οπτικό θόρυβο που παράγουν (άραγε πόσο πιο άσχημο ή μεγαλύτερο από τις διαφημιστικές πινακίδες, τις αφίσες, τις επιγραφές των καταστημάτων, και τα ίδια τα κτίρια της πόλης;). Όποιος θεωρεί ότι του αρέσει το γκράφιτι και η street art, δεν δικαιούται να μην αποδέχεται τις υπογραφές, τα τεράστια ασημένια ή πολύχρωμα γράμματα, τα βαμμένα παράθυρα των τρένων, τα «θρόου-απ» ή τις επιθετικές φιγούρες. Το tagging και το bombing εξακολουθούν να είναι το άλφα και βήτα του γκράφιτι, αλλά και συντηρούν το μύθο του. Από αυτά ξεκίνησαν όλα, με αυτά γαλουχούνται οι έφηβοι writers και μελλοντικοί καλλιτέχνες, και είναι αξίες που εξασφαλίζουν τη συνέχεια της πρακτικής του.

Τώρα, φοβούμενος την παγίδα του ρόλου του κριτικού, θα παρατηρούσα ότι δεν μπορούμε να μιλάμε τόσο για τοπικό στυλ, όμως έτσι κι αλλιώς διανύουμε περίοδο που οι επεμβάσεις και τα γκράφιτι παγκοσμίως δεν έχουν έντονα τοπικά χαρακτηριστικά, αλλά πιο «οικουμενικά», και μπορείς να συναντήσεις κάθε είδους διαφορετικό στυλ σε κάθε περιοχή του κόσμου, χωρίς να μπορείς να πεις με μεγάλη ευκολία πια πού είναι. Στην Ελλάδα υπάρχει εξαιρετικά αυξημένη κινητικότητα σε όλες τις εκδοχές του γκράφιτι και της street art. Υπάρχουν λαμπρές δουλειές και πορείες, αφοσιωμένοι writers και έργα τα οποία ακόμη και αν τα έβλεπες στο εξωτερικό, θα τα ξεχώριζες. Βέβαια, μία δυσάρεστη οπτική βλέπει το γενικότερο επίπεδο του γκράφιτι, της παιδείας του και της κοινωνίας του στην Ελλάδα να μην είναι πολύ σπουδαίο, και να κυμαίνεται σε αυτό που λίγο πολύ βρίσκονται και οι υπόλοιπες τέχνες μας στο παγκόσμιο στερέωμα, το οποίο κατά κανόνα ακολουθούν χωρίς να πρωτοπορούν. Μπορεί ίσως να βρίσκεται λίγο πιο «πάνω» από ότι οι άλλες τέχνες στις άτυπες κατατάξεις και τίποτα δεν αποκλείει την διαφορά στο μέλλον.

Κλείνοντας αναρωτιέμαι: Θα μπορούσε κανείς να προβλέψει ή να προτείνει κάτι για την εξέλιξη ενός φαινόμενου που έτσι και αλλιώς μέχρι τώρα εξελισσόταν πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε; Όπως έχει φανεί μέχρι τώρα, δεν είναι καθόλου εύκολο, αν όχι αδύνατο, όπως βέβαια είναι αδύναμες στην απήχησή τους και οι θεωρητικές διατυπώσεις και με διαφορά σε σχέση με παλιότερα, ότι σήμερα βρισκόμαστε σε ένα σημείο που η αγορά ασκεί πιθανώς μεγαλύτερη επιρροή από αυτήν που η κοινωνία των writers και του «αληθινού» γκράφιτι μπορεί να αντέξει.

Αν όμως θα ’πρεπε να έχω μία θέση μέσα από το βήμα που μου δίνεται, θα πρότεινα προσεκτικές κινήσεις και εσωστρέφεια από τη μεριά των writers. Eσωστρέφεια, γιατί παρότι μόνο εσωστρέφεια δεν είναι να ζωγραφίζεις-βάφεις-γράφεις (με άδεια ή χωρίς) μικρές, μεγάλες ή τεράστιες επιφάνειες, αυτός ο νεανικός πολιτισμός και μορφή τέχνης κατ’ αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε, έτσι μεγάλωσε και μόνο έτσι θα μπορούσε να διατηρεί τον σεβασμό των εξωτερικών παρατηρητών αλλά και των περισσότερων καινούριων και παλιών writers. Εσωστρέφεια μπορεί να σημαίνει δημιουργία καταστάσεων από τους ίδιους του writers, με λιγότερη ή καμία μεσολάβηση, με ελάχιστη ή καθόλου χορηγία. Επίσης, εξαιρετική σοβαρότητα και υπευθυνότητα και σχετική εγκράτεια όταν πρόκειται να δημοσιοποιήσουν τη δουλειά τους σε πλαίσιο εκτός του δρόμου, όπως επίσης σοβαρή και υπεύθυνη αντιμετώπιση και παροχή ελευθεριών στον καλλιτέχνη από μεριάς διοργανωτών κι επιμελητών εκθέσεων κι εκδηλώσεων. Οι πρώτοι για να διαφυλάξουν να σεβαστούν και να προστατεύσουν την κουλτούρα τους (ή έστω την κουλτούρα από την οποία προέρχονται) και την αυθεντικότητα της τέχνης τους και της τεχνοτροπίας τους, οι δεύτεροι για να μην καταναλώσουν λαίμαργα το «καινούργιο» φρούτο της street art, τις αναφορές στο γκράφιτι ή το γκράφιτι το ίδιο, και τελικά τους δώσουν «τρέντι» χαρακτηριστικά, πλαδαρή και καθαρά εμπορεύσιμη υπόσταση, και εν τέλει τα καταστήσουν αναλώσιμα.