Δημήτρης Κοντός
Λένα Αθανασοπούλου
Δημήτρης Κοντός, Ημερολόγιο, 1971, 5.500 τυπωμένα φύλλα χαρτιού σε ξύλινη βάση και πλεξιγκλάς, 60 × 60 × 60 cm. Συλλογή Αντιγόνης Παρούση.
Δεν μου συμβαίνει συχνά να συντονίζομαι με τέτοια ευκολία και να δηλώνω απόλυτα παρούσα με την είσοδό μου σε έναν χώρο τέχνης. Περίμενα να δω με μεγάλη λαχτάρα την αναδρομική έκθεση του Δημήτρη Κοντού, έργα του οποίου γνώρισα πριν αρχίσω τις σπουδές μου στην τέχνη. Μέσα απο τα έργα του Κοντού νιώθει κανείς έντονη κινητικότητα, σαν να μην υπάρχουν παύσεις και σιωπές, ο λόγος του ξετυλίγεται σαν χείμαρρος από σημεία που σχετίζονται μεταξύ τους, φτιάχνουν φράσεις και παράγουν ζωγραφικές συνθέσεις πέρα από την «απλή αναπαράσταση». [i] Τα έργα του μοιάζουν να «διαδραματίστηκαν μέσα στον ανθρώπινο κόσμο της αντίληψης και της χειρονομίας». [ii]
Με το κείμενο αυτό θα ήθελα να παρουσιάσω μερικά απο τα έργα που εκτέθηκαν στην αναδρομική έκθεση του Κοντού που πραγματοποίησε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη.
Καταρχάς, τα παλιά του σχέδια: αφέθηκα λοιπόν να διαβάσω και να ακολουθήσω κάθε ίχνος και γραμμή πάνω στο χαρτί σαν να ακολουθούσα μια αφήγηση, τα ίχνη της οποίας αποκαλύπτονταν σε μορφή σχεδίου, μια σχέση συμβόλων και χρωμάτων. Τα σχέδια του καλλιτέχνη φέρνουν στο νου ήχους που διαμορφώνουν τοπία. Ίδια ένταση υπάρχει παντού στην επιφάνεια του χαρτιού, μοιάζει το χρώμα να αποκαλύπτεται μέσα από το λευκό χαρτί. Τα σχέδια θυμίζουν προσωπικά ημερολόγια, όπου η δημιουργία ενός συμβόλου στο χαρτί ορίζει τη θέση του επόμενου. Αναλογούν με λέξεις άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Η ολοκλήρωση μιας «φράσης» φαίνεται τόσο εύθραυστη· ένα ίχνος φτάνει για να ταράξει την ισορροπία του έργου.
Όπως αναφέρει ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ: «Η πράξη του ζωγραφίζειν είναι διπλής όψεως: άλλο το χρωματιστό στίγμα ή η γραμμή σ’ ένα σημείο του καμβά, άλλο το αποτέλεσμά του, εντός συνόλου». [iii] Το σύνολο στις Ομογενέσεις τελάρων του Κοντού αποτελείται από το άθροισμα καμβάδων, διαφορετικών διαστάσεων, δημιουργώντας τις περισσότερες φορές ένα τρισδιάστατο θέμα: «Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί ως δομικά υλικά πολλά μικρά τελάρα, “κτίζοντας” στην ουσία μια πολυεπίπεδη ζωγραφική». [iv] Ο καλλιτέχνης επιθυμεί να φτάσει το μέσο του στα όρια, εξαντλώντας όλες τις πιθανότητες συνδυασμών χρωμάτων, συνθέσεων και μεγεθών των πολλαπλών καμβάδων.
Το Roman Pictural 1968 είναι μια σειρά από εικόνες με σπειροειδή γραφή σε διάφορες μoρφές και συνθέσεις. Πάνω στην τόσο αυστηρά περιορισμένη επιφάνεια μιας κόλλας χαρτιού εξαντλούνται όλες οι πιθανές κατευθύνσεις και πυκνότητες της γραφής αυτής. Αν και δίχως γράμματα, υπάρχει μια ιστορία που εμφανίζεται με αραιώσεις και πυκνώσεις συμβόλων, σαν μια «σωματική καταγραφή του ρυθμού». [v] Είναι πράγματι μια αφήγηση που έχει αρχή, μέση και τέλος, στην οποία μπορεί κανείς να διαβάσει και να ερμηνεύσει τα σύμβολα αυτά με ποικίλους τρόπους, ανάλογα με την ηλικία, τη διάθεση, τα βιώματα. Όπως αναφέρει ο Ρολάν Μπαρτ: «the sign is full, it is a meaning». [vi] Έτσι και το έργο αυτό είναι γεμάτο σύμβολα που συντάσσονται διαφορετικά στο χώρο του χαρτιού, μεταφέροντας διαφορετικές συνθέσεις και νοήματα. Θα απαντήσω καταφατικά λοιπόν στο ερώτημα που θέτει ο Γ. Παπαγούνος σχετικά με τη δουλειά του Κοντού: «Μήπως τα ίχνη που τοποθετεί στο χαρτί με οδηγούν να ανιχνεύσω — με ποια, άραγε, σημασία της λέξης — τη δική του ιστορία και να συγκροτήσω τη δική μου;». [vii]
Η ίδια εξάντληση της γραφής συμβαίνει και στα σχέδια με σπειροειδή γραφή. [viii] Παρουσιάζεται σαν «γραφή ελευθέρων χειρονομιακών ρυθμών σε ρέουσα κίνηση, η οποία αναπτύσσεται σε όλη την επιφάνεια του λευκού φόντου, δημιουργώντας μια ατελείωτη αλληλουχία ευαίσθητων οπτικών συσχετίσεων». [ix] Η ίδια αυτή γραφή χρησιμοποιείται και στο Ημερολόγιο, το οποίο είναι ένας κύβος από φύλλα χαρτιού με τυπωμένα στο καθένα ένα θέμα σε διαφορετική διαβάθμιση τόνων. Θέματα όπως «η σύλληψη της ροής του χρόνου», [x] το «εφήμερο», [xi] όπως επίσης και ερωτήματα πάνω στη μοναδικότητα του έργου τέχνης, τίθενται με το έργο αυτό.
Από τους πρωτοπόρους της γενιάς του ’60, το έργο του Δημήτρη Κοντού μοιάζει τόσο επίκαιρο, σα να έχει τη μαγική ικανότητα να προβάλει κανείς σε αυτό τις δικές του σκέψεις και τη δική του πραγματικότητα, ακόμη και τώρα. Από τα αγαπημένα έργα το Αφιέρωμα στη δύση της πανσελήνου περιέχει με πολύ λιτή μα και περιεκτική γραφή και κινητικότητα, μια σειρά σχεδίων όπου το ένα διαδέχεται το άλλο. Σαν καρέ κινηματογραφικού φιλμ, η σφαίρα, ο ήλιος, ανατέλλει και δύει, αφήνοντας τον θεατή να ολοκληρώσει την περιήγηση του βλέμματός του πάνω στη σειρά αυτήν των έργων, σε όσο χρονικό διάστημα ο ίδιος επιθυμεί.
[i] Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, «Η λαλιά και οι φωνές της σιωπής», στο Έννοιες της Τέχνης τον 20ό Αιώνα, επιμ.: Παναγιώτης Πούλος, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Αθήνα, 2006, σ. 218.
[ii] Ό.π., σ. 215.
[iii] Ό.π., σ. 214.
[iv] Μαρία Κοτζάμανη, Σε αναζήτηση της διάσπασμενης ενότητας, κατ. έκθεσης Δ. Κοντός 1931–1996, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 2007, σ. 17.
[v] Νίκη Λοϊζίδη, «Το μυθιστόρημα χωρίς γράμματα», στο Οι μεταμφιέσεις της τέχνης και οι ψευδαισθήσεις της κριτικής, Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σ. 124.
[vi] Roland Barthes, «Myth Today», στο Charles Harrison & Paul Wood (επιμ.), Art in Theory 1900–1990, Blackwell, 1998, σ. 690.
[vii] Γ. Παπαγούνος, «Tabulae Inscriptae και η μορφή του νοήματος», κατ. έκθεσης Δ .Κοντός 1931–1996, Μαρία Κοτζάμανη, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 2007, σ. 131.
[viii] Μαρία Κοτζάμανη, «Σε αναζήτηση της διάσπασμενης ενότητας», κατ. έκθεσης Δ. Κοντός 1931–1996, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 2007, σ. 18.
[ix] Ό.π., σ. 18.
[x] Ό.π., σ. 19.
[xi] Ό.π., σ. 19.